Με διαφορετικές ταχύτητες στη μείωση των επιτοκίων τους κινούνται το 2025 η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), καθώς η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε άλλη τροχιά από αυτή της Ευρωζώνης.
Την περασμένη Τετάρτη, η Fed διατήρησε αμετάβλητο το βασικό της επιτόκιο στο εύρος 4,25% έως 4,5%, μετά από τρεις διαδοχικές μειώσεις που περιόρισαν κατά μία ποσοστιαία μονάδα το κόστος δανεισμού.
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, διαμήνυσε ότι δεν υπάρχει σπουδή να μειωθούν περαιτέρω τα επιτόκια. Η αμερικανική οικονομία, είπε, είναι ισχυρή και προϋπόθεση για να συνεχισθεί η μείωσή τους είναι να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, ο οποίος έτρεχε με ετήσιο ρυθμό 2,9% τον Δεκέμβριο.
Παράλληλα, άφησε εμμέσως πλην σαφώς να εννοηθεί ότι θα πρέπει πριν από οποιαδήποτε άλλη κίνηση να εξειδικευθούν οι πολιτικές της νέας κυβέρνησης Τραμπ και ιδιαίτερα αυτή που αφορά το εμπόριο και τους δασμούς, καθώς από αυτές θα μπορούσαν να επηρεαστούν οι προοπτικές για τον πληθωρισμό.
Με την ανεξαρτησία της νομοθετικά κατοχυρωμένη, η Fed αγνόησε την «απαίτηση» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για μείωση των επιτοκίων, με τον πρόεδρό της να διαβεβαιώνει ότι θα συνεχίσει να ενεργεί με βάση την ανάλυση των δεδομένων της οικονομίας.
Οι αξιωματούχοι της Fed είχαν στείλει ήδη από τον Δεκέμβριο, μετά την εκλογική νίκη του Τραμπ, σήμα για πιο αργή μείωση επιτοκίων το 2025, προβλέποντας μόλις δύο τέτοιες κινήσεις φέτος, από 25 μονάδες βάσης (ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας) εκάστη.
Η πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ και το «ουδέτερο» επίπεδο
Μία ημέρα μετά τη Fed, συνεδρίασε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μείωσε, όπως αναμενόταν, για πέμπτη φορά τα βασικά της επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης (μ.β.).
Το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται πλέον στο 2,75%, και όπως προκύπτει από τη συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ, η πορεία των μειώσεων θα συνεχιστεί, καθώς υπάρχει εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός, που έτρεχε τον Δεκέμβριο με ετήσιο ρυθμό 2,4%, θα υποχωρήσει στον στόχο του 2% μέσα στο 2025.
Η Λαγκάρντ απέφυγε, όπως και τις προηγούμενες φορές, να κάνει προβλέψεις για το τελικό επίπεδο των επιτοκίων, σημειώνοντας ότι εν μέσω μεγάλης αβεβαιότητας (γεωπολιτικές εξελίξεις, απειλές για δασμούς) δεν μπορεί να υπάρξει guidance.
Οι αποφάσεις, πρόσθεσε, θα λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση, με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία για την οικονομία και ειδικότερα για τις προοπτικές του πληθωρισμού.
Πληροφορίες του Reuters ανέφεραν ότι υπάρχει συναίνεση στο Δ.Σ. της ΕΚΤ για νέα μείωση τον Μάρτιο του επιτοκίου καταθέσεων στο 2,5%, με συνέπεια να πλησιάσει στο επίπεδο του «ουδέτερου» επιτοκίου, δηλαδή εκείνου που ούτε ενισχύει ούτε περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα.
Το επιτόκιο αυτό μπορεί μόνο να εκτιμηθεί και, με βάση πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ, κυμαίνεται από 1,75% έως 2,5%.
Είναι πιθανό ότι από τη συνεδρίαση του Μαρτίου θα αρχίσουν συζητήσεις στην ΕΚΤ για να υπάρξει μία συναίνεση σχετικά με το ύψος του ουδέτερου επιτοκίου.
Ο στόχος της ΕΚΤ είναι κατ’ αρχήν να φθάσει στο ουδέτερο επιτόκιο, το οποίο μέλη του Δ.Σ. της, όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμούν ότι είναι κοντά στο 2%.
Παράλληλα, αναμένεται και νέα εκτίμηση από στελέχη της ΕΚΤ τον Φεβρουάριο για το ύψος του ουδέτερου επιτοκίου.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να προχωρήσει και σε άλλες μειώσεις επιτοκίων, χαμηλότερα από το ουδέτερο επίπεδο, ανάλογα με τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας, όπως άφησε να εννοηθεί η Λαγκάρντ την Πέμπτη.
Οι προκλήσεις για την Ευρωζώνη και ο ρόλος των δασμών
Σύμφωνα με αναλυτές, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν πιο πιθανό σε περίπτωση νέας επιδείνωσης της οικονομίας της Ευρωζώνης, μετά από ενδεχόμενη επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ.
Σε μία τέτοια περίπτωση, θα υπήρχε ανάγκη για ακόμη χαμηλότερα επιτόκια, που θα επέτρεπαν την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ είπε ότι η ανάπτυξη αντιμετωπίζει μετωπικούς ανέμους, όπως φάνηκε άλλωστε και από τα στοιχεία για το ΑΕΠ του δ’ τριμήνου, που έδειξαν ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης έμεινε στάσιμο.
Εμφανίστηκε αισιόδοξη για βελτίωση της κατάστασης φέτος, βάζοντας όμως αστερίσκο για τη δασμολογική πολιτική του Τραμπ, την οποία κανείς δεν γνωρίζει ακόμη ποια ακριβώς θα είναι.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!