Σε μια αργόσυρτη διαδικασία ύφεσης και παρακμής μοιάζει να έχει εισέλθει η Γερμανία, και μαζί της ολόκληρη η Ευρώπη. Μια διαδικασία που απειλεί να καταστεί μη αναστρέψιμη, ειδικά αν από τις πρόωρες κάλπες που όπως όλα δείχνουν θα στηθούν στα τέλη Φεβρουαρίου δεν προκύψει ένα κυβερνητικό σχήμα που να μπορέσει να αναδιατάξει το οικονομικό μοντέλο της χώρας.
Μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας η οικονομία της Γερμανίας έχει πλέον συρρικνωθεί κατά 5%, σε σχέση με το μέγεθος που θα είχε αν κατάφερνε να διατηρήσει την προ πανδημίας αναπτυξιακή της δυναμική.
Και, όπως αναφέρει το Bloomberg, οι απώλειες αυτές είναι δύσκολο να ανακτηθούν καθώς οφείλονται σε δομικής φύσεως πλήγματα, όπως η απώλεια της φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία και οι δυσκολίες των Volkswagen και Mercedes-Benz να συμβαδίσουν με τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Η μείωση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας σημαίνει ότι κάθε νοικοκυριό χάνει περίπου 2.500 ευρώ τον χρόνο.
Οι πρόωρες εκλογές
Οι πρόωρες εκλογές που αναμένεται να διεξαχθούν στα τέλη Φεβρουαρίου προσφέρουν βεβαίως μια ευκαιρία για αλλαγή πορείας. Όμως, όπως τονίζει το οικονομικό πρακτορείο, το γεγονός ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης παρακμάζει σταδιακά και δεν υφίσταται μια απότομη κατάρρευση «δεν δημιουργεί την αίσθηση του επείγοντος». Υπάρχει ως εκ τούτου ο κίνδυνος οι πολιτικές απαντήσεις που θα επιχειρηθεί να δοθούν στα φλέγοντα ζητήματα να είναι «μία από τα ίδια», χωρίς διάθεση για ριζικές τομές.
«Η Γερμανία δεν καταρρέει από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό είναι που κάνει αυτό το σενάριο τόσο τρομακτικά ανησυχητικό» δήλωσε σχετικά η Έιμι Γουέμπ, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος του Future Today Institute το οποίο παρέχει συμβουλές σε γερμανικές επιχειρήσεις για θέματα στρατηγικής. «Είναι μια πολύ αργή, πολύ παρατεταμένη παρακμή. Όχι μιας εταιρείας, όχι μιας πόλης, αλλά ολόκληρης της χώρας — και η Ευρώπη παρασύρεται μαζί της».
Παρακμή
Σε τι συνίσταται η παρακμή; Συνοπτικά, στο ότι η Γερμανία χάνει πολλές ενεργοβόρες βιομηχανίες, ενώ οι εξαγωγές μειώνονται καθώς οι επιχειρήσεις περιορίζουν τις εγχώριες επενδύσεις. Οι οικονομικές εξελίξεις αντανακλώνται και στο πολιτικό επίπεδο: Καθώς το επίπεδο ζωής υποβαθμίζεται, οι ψηφοφόροι αναζητούν μια διέξοδο εκτόνωσης της οργής τους, στρεφόμενοι συχνά προς τα ακροδεξιά. Πρόκειται για ένα μείγμα που απειλεί σύντομα να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως έθεσε το ζήτημα η Γουέμπι, «η ζωή όλων, λίγο-λίγο, γίνεται χειρότερη για το υπόλοιπο της ύπαρξής τους».
Οι αναταράξεις που αντιμετωπίζει η Γερμανία έρχονται στη χειρότερη στιγμή για την Ευρώπη, δεδομένου ότι το μπλοκ χρειάζεται τη βιομηχανική ισχύ του Βερολίνου για να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα, για να ενισχύσει το Κίεβο στον πόλεμο με τη Μόσχα αλλά και για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εγκυμονεί η νέα διοίκηση Τραμπ.
Οι εκλογές
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, ο Όλαφ Σολτς αποφάσισε να θέσει ένα τέλος στην πολιτική αβεβαιότητα, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης την οποίαν ήξερε (και ήλπιζε) ότι δεν θα λάβει. Στις εκλογές που αναμένεται αν διεξαχθούν στα τέλη Φεβρουαρίου ως φαβορί φιγουράρει ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς - αν και, όπως τονίζει το Bloomberg, η συντηρητική οπτική του δεν είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται ώστε να ανανεωθεί η γερμανική οικονομία.
Ο Μερτς επιδιώκει να επιστρέψει στο πολιτικό πλαίσιο που βοήθησε την ανοικοδόμηση της Γερμανίας μετά τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών φόρων, της περιορισμένης ρύθμισης και της εξασφάλισης ορισμένων βασικών κοινωνικών παροχών. Πρόκειται για ένα πλαίσιο που επιφυλάσσει μικρότερο ρόλο για το κράτος και, συνεπώς, δεν απαιτεί ριζική αναθεώρηση του «φρένου χρέους» - του συνταγματικά κατοχυρωμένου «κόφτη» στις δημόσιες δαπάνες.
«Δεν χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση που να βυθίζεται στο χρέος, αλλά μια νέα πολιτική πορεία που να αντιμετωπίζει τη ρίζα των προβλημάτων», είπε ο Μερτς σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Deutschlandfunk στα τέλη Νοεμβρίου. «Μέχρι να κάνουμε ριζικές αλλαγές στις δαπάνες, σίγουρα δεν θα υπάρξει αλλαγή στο φρένο χρέους».
Οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, από την άλλη πλευρά, προτάσσουν πιο ουσιαστικές αλλαγές στους συνταγματικούς κανόνες για τον δανεισμό. Θέλουν επίσης να δημιουργήσουν ένα ταμείο 100 δισ. ευρώ για την επιτάχυνση των δαπανών σε υποδομές και να εισαγάγουν φορολογική έκπτωση για ιδιωτικές επενδύσεις.
Το κεντροαριστερό κυβερνών κόμμα βρίσκεται πάντως πολύ μακριά από το CDU, με την εκστρατεία επανεκλογής του Σολτς να βασίζεται εν μέρει στην κυνική προσδοκία ότι ο Μερτς - με την τάση του να προχωρά σε διχαστικά σχόλια για τις γυναίκες και τους ξένους - θα αποθαρρύνει τους ψηφοφόρους.
Ωφελημένα από την αναταραχή βγαίνουν τα κόμματα της Ακροδεξιάς, με την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να βρίσκεται στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Από την άλλη η αριστερόστροφη (αλλά σφόδρα αντιμεταναστευτική) Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) θα μπορούσε να εισέλθει στη Bundestag μόλις έναν χρόνο μετά τη δημιουργία της. Συνδυασμένα, τα δύο αυτά κόμματα υποστηρίζει περίπου το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων.
Το φρένο χρέους
Το φρένο χρέους θεσπίστηκε κατά τη διάρκεια της 16χρονης θητείας της Ανγκελα Μέρκελ. Συνέβαλε στην υποεπένδυση στην άμυνα, τις μεταφορές και την εκπαίδευση, ενώ εμβάθυνε την εξάρτηση της Γερμανίας από τη φθηνή ρωσική ενέργεια.
Σήμερα, για να στηρίξει την καταρρέουσα ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας, το Βερολίνο υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί να ξοδέψει πολύ περισσότερα από όσα εξοικονόμησε τα χρόνια αυτά. Μόνο για να συμβαδίσει με άλλες προηγμένες οικονομίες, η χώρα θα πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες επενδύσεις σε υποδομές και άλλες δημόσιες υπηρεσίες κατά περίπου το ένα τρίτο, φτάνοντας τα 160 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Bloomberg Economics.
Το γεγονός ωστόσο ότι η Γερμανία έχει σήμερα το χαμηλότερο επίπεδο χρέους μεταξύ των χωρών της G7, δίνει περιθώρια δαπανών προς ανάταξη της οικονομίας της. Αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!