Είναι απαραίτητη η προστασία του περιβάλλοντος. Επί της αρχής συμφωνούμε όλοι. Τί γίνεται όμως όταν και το κόστος επιμερίζεται σε όλους; Σε αυτό το δίλημμα θα κληθούν σύντομα να απαντήσουν εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων, καθώς η ΕΕ προωθεί νέα νομοθεσία για την υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, μέχρι το 2033 όλα τα κτίρια σε ευρωπαϊκό έδαφος θα υπάγονται στη μεσαία «ενεργειακή κλάση» στα πλαίσια ενός συστήματος αξιολόγησης, παρόμοιου με εκείνο που ισχύει σήμερα για τις ηλεκτρικές συσκευές.
Επιπλέον από το 2028 όλα τα νεόδμητα κτίρια θα πρέπει να τηρούν πιο αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές, ώστε να εμφανίζουν μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Κάθε κράτος-μέλος καλείται να καταρτίσει το δικό του ενεργειακό σχέδιο δράσης για την επίτευξη του κοινού στόχου. Προ ημερών το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το σχέδιο οδηγίας με ευρεία πλειοψηφία. Μιλώντας στους δημοσιογράφους ο εισηγητής του Κοινοβουλίου για το ζήτημα, ο Iρλανδός ευρωβουλευτής των Πρασίνων και πρώην υπουργός Κιαράν Κουφέ, κάνει λόγο για μία «μεγάλη νίκη της πράσινης πολιτικής στην Ευρώπη» και επισημαίνει ότι ο καταναλωτής, αλλά και η Ευρώπη ως γεωπολιτικός παίκτης ωφελείται από την υλοποίηση της οδηγίας, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία αβεβαιότητας.
«Επιτυγχάνουμε τους κλιματικούς στόχους μας και επιπλέον κάνουμε ένα μεγάλο βήμα για να αποτινάξουμε την ενεργειακή εξάρτηση από το φυσικό αέριο», λέει ο Ιρλανδός ευρωβουλευτής. «Αλλά το ζήτημα δεν είναι να ανταλλάξουμε την παλαιότερη εξάρτηση από τη Ρωσία με μία άλλη εξάρτηση από άλλο αυταρχικό καθεστώς. Αυτό που θέλουμε είναι να διασφαλίσουμε την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, τερματίζοντας τη χρήση ορυκτων καυσίμων».
Έξοδα και οφέλη στη «ζυγαριά»
Όλα αυτά έχουν κόστος. Μόνο για τη Γερμανία η αναπτυξιακή «Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση» (KfW) εκτιμά ότι απαιτούνται επενδύσεις ύψους 254 δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να υλοποιηθεί η οδηγία. Πρόκειται για ένα ποσό τεράστιο, αλλά πάλι και θεμιτό, εάν αναλογιστούμε ότι μόνο το φετινό «πλαφόν» στην τιμή του φυσικού αερίου θα προκαλέσει στο γερμανικό Δημόσιο μία έκτακτη οικονομική επιβάρυνση 200 δις ευρώ. Γι αυτό ο «Πράσινος» εισηγητής του Ευρωκοινοβουλίου επιμένει ότι, μεσοπρόθεσμα, ο Ευρωπαίος καταναλωτής έχει σημαντικό οικονομικό όφελος από την ενεργειακή αναβάθμιση.
«Με την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων θα μειωθεί σημαντικά ο λογαριασμός που πληρώνουμε για θέρμανση και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό», λέει χαρακτηριστικά. «Επιπλέον γνωρίζαμε, πολύ πριν προκύψει η πανδημία, ότι δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίοι υποφέρουν, γιατί ζουν σε σπίτια που παγώνουν τον χειμώνα και θερμαίνονται υπερβολικά το καλοκαίρι. Όλα αυτά αλλάζουν, συν το ότι βελτιώνεται η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στις μεγάλες πόλεις».
1.000 ευρώ ανά τετραγωνικό;
Ωστόσο δεν είναι μυστικό ότι πολλοί ιδιοκτήτες θα πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Στη Γερμανία ο Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Ακινήτων υπολογίζει το κόστος για πλήρη συμμόρφωση με τη νέα οδηγία σε περίπου 1.000 ευρώ ανά τετραγωνικό. Αυτό σημαίνει ότι ένας ιδιοκτήτης διαμερίσματος 100 τ.μ. επιβαρύνεται με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 100.000 ευρώ, πριν αρχίσει να εξοικονομεί, μεσοπρόθεσμα, χρήματα στους λογαριασμούς που πληρώνει για θέρμανση. Η γερμανίδα ευρωβουλευτής των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) Ανγκέλικα Νίμπλερ- όπως και πολλοί ευρωβουλευτές της Κεντροδεξιάς και των Φιλελευθέρων- επικρίνει τη νέα οδηγία και προειδοποιεί ότι «η προστασία του περιβάλλοντος δεν διασφαλίζεται με πειθαναγκασμούς ή απαγορεύσεις. Θα πρέπει να πείσεις και να κερδίσεις τον κόσμο, για να συμμετάσχει στην προσπάθεια».
Πιο έντονη προμηνύεται η αντίδραση ορισμένων εθνικών κυβερνήσεων. Για παράδειγμα στην Ιταλία, όπου πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια χρήζουν επισκευών, η νέα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι διαμαρτύρεται για επερχόμενη «απαλλοτρίωση ιδιοκτητών» μέσω της νέας κοινοτικής οδηγίας. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Κιαράν Κουφέ δέχεται το ερώτημα από Ιρλανδό δημοσιογράφο, εάν είναι πράγματι η κατάλληλη στιγμή για πρόσθετα οικονομικά βάρη προς τους ιδιοκτήτες, όταν τα τελευταία χρόνια ο πληθωρισμός έχει ανεβάσει αισθητά το κόστος κάθε κατασκευαστικής δραστηριότητας. «Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια η Ιρλανδία είχε να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα. Πολλές από αυτές θα γίνουν ορατές προς το τέλος της δεκαετίας. Αλλά μέχρι τότε η πολιτική της απο-ανθρακοποίησης θα φέρει νέα δραστηριότητα και νέες δουλειές στον κατασκευαστικό τομέα. Και μπορεί να έχουμε υψηλό κόστος κατασκευής στην Ιρλανδία ή και αλλού στην Ευρώπη, αλλά σύντομα η κατάσταση θα σταθεροποιηθεί. Στην Ιρλανδία είμαστε τυχεροί που έχουμε σχεδόν πλήρη απασχόληση αυτή τη στιγμή».
Η νομοθετική διαδικασία βρίσκεται ακόμη στην αρχή. Τα κράτη-μέλη δεν έχουν δώσει την έγκρισή τους, ενώ η Κομισιόν αφήνει περιθώριο για διορθωτικές κινήσεις. Όμως οι υπέρμαχοι της οδηγίας επιμένουν ότι το κόστος αντιμετωπίζεται, καθώς προβλέπονται πολυάριθμες εξαιρέσεις (για παράδειγμα σε κτίρια με ιδιαίτερη ιστορική ή θρησκευτική σημασία), αλλά και δυνατότητες δανειοδότησης ή οικονομικής ενίσχυσης, οι οποίες όμως θα «τρέχουν» μέσα από εθνικά προγράμματα.
Πηγή: DW
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!