Η Google χαρακτηρίστηκε για δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο ως καταχρηστικός μονοπωλιακός «παίκτης» από ομοσπονδιακή δικαστή, αυτή τη φορά για παράνομη εκμετάλλευση τεχνολογίας διαδικτυακού μάρκετινγκ με σκοπό την ενίσχυση των κερδών της — μιας αυτοκρατορίας του διαδικτύου που αποτιμάται σήμερα στα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η απόφαση εκδόθηκε την Πέμπτη από την ομοσπονδιακή δικαστή Leonie Brinkema στη Βιρτζίνια και ακολουθεί μια προηγούμενη ετυμηγορία του περασμένου Αυγούστου, η οποία έκρινε ότι η μηχανή αναζήτησης της Google λειτουργεί παρανόμως, αξιοποιώντας την κυρίαρχη θέση της για να περιορίσει τον ανταγωνισμό και να εμποδίσει την καινοτομία.
Αφού το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επικέντρωσε αρχικά την προσοχή του στη μηχανή αναζήτησης της Google κατά την πρώτη θητεία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επανήλθε το 2023 —επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν— με νέα προσφυγή, αυτή τη φορά στοχεύοντας το εξαιρετικά κερδοφόρο διαφημιστικό της δίκτυο. Στόχος, να περιοριστεί η υπερσυγκέντρωση ισχύος που έχει αποκτήσει η Google από την ίδρυσή της το 1998 σε ένα γκαράζ στη Σίλικον Βάλεϊ.
Παρότι οι ρυθμιστικές αρχές έχουν δικαιωθεί μέχρι στιγμής και στις δύο υποθέσεις, η νομική αντιπαράθεση αναμένεται να συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη, καθώς η Google σκοπεύει να ασκήσει έφεση κατά και των δύο αποφάσεων — την ίδια στιγμή που εντείνει την παρουσία της στον ταχύτατα αναπτυσσόμενο και εξαιρετικά προσοδοφόρο τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Προ των ποινικών ακροάσεων
Η επόμενη φάση της τελευταίας υπόθεσης είναι η «ποινική» διαδικασία, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει προς τα τέλη του έτους ή στις αρχές του επόμενου. Στο μεταξύ, για την υπόθεση του μονοπωλίου στην αναζήτηση, οι ακροάσεις για τις κυρώσεις ξεκινούν τη Δευτέρα στην Ουάσινγκτον, όπου οι δικηγόροι του Υπουργείου Δικαιοσύνης θα επιχειρήσουν να πείσουν τον δικαστή Amit Mehta να επιβάλει αυστηρές ποινές — ανάμεσά τους, η απαίτηση να πουλήσει η Google τον Chrome, τον δημοφιλή διαδικτυακό της περιηγητή.
Η 115 σελίδων απόφαση της δικαστή Brinkema εστιάζει στον διαφημιστικό μηχανισμό που η Google έχει χτίσει τα τελευταία 17 χρόνια γύρω από τη μηχανή αναζήτησής της και άλλα δημοφιλή προϊόντα, όπως ο Chrome, το YouTube και οι Ψηφιακοί Χάρτες.
Το σύστημα αυτό στηρίχθηκε σε μια σειρά στρατηγικών εξαγορών, με αφετηρία την αγορά της DoubleClick — μιας εξειδικευμένης εταιρείας στο online ad tech — το 2008, έναντι 3,2 δισ. δολαρίων. Αν και εκείνη την περίοδο οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές ενέκριναν τις συναλλαγές, εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι αυτές οι κινήσεις παρείχαν στην Google τη δυνατότητα να ελέγχει και να επηρεάζει τις τιμές σε ένα διαφημιστικό οικοσύστημα από το οποίο εξαρτώνται χιλιάδες ιστοσελίδες για τα έσοδά τους και την πρόσβασή τους στους καταναλωτές.
Το διαφημιστικό τρίγωνο εξουσίας
Οι δικηγόροι του Υπουργείου υποστήριξαν ότι η Google κατείχε δεσπόζουσα θέση και στους τρεις βασικούς τομείς του διαδικτυακού διαφημιστικού οικοσυστήματος: στην τεχνολογία που χρησιμοποιούν οι εκδότες για να πωλούν διαφημίσεις, στην τεχνολογία που χρησιμοποιούν οι διαφημιζόμενοι για να προβάλλουν τις διαφημίσεις τους, και στις πλατφόρμες δημοπρασιών που λειτουργούν αυτόματα σε κλάσματα δευτερολέπτου για να φέρνουν σε επαφή τους αγοραστές με τους πωλητές.
Αν και η δικαστής Brinkema δεν αποδέχθηκε πλήρως τη θέση του Υπουργείου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Google καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της, εις βάρος τόσο των ανταγωνιστών όσο και των εκδοτών, οι οποίοι είναι ουσιαστικά εξαρτημένοι από το διαφημιστικό της δίκτυο για τα έσοδά τους. Στην απόφασή της αναφέρει:
«Για περισσότερα από δέκα χρόνια, η Google συνέδεσε —μέσω τεχνικής και συμβατικής ολοκλήρωσης— την πλατφόρμα διαφημίσεων που απευθύνεται σε εκδότες με τη δική της αγορά διαφημιστικού χώρου, κατοχυρώνοντας και διατηρώντας έτσι μονοπωλιακή ισχύ και στις δύο αγορές. Επιπλέον, εδραίωσε αυτή την κυριαρχία επιβάλλοντας αντι-ανταγωνιστικές πολιτικές στους πελάτες της και αφαιρώντας λειτουργίες από τα προϊόντα της που ήταν χρήσιμες και επιθυμητές από τους χρήστες».
Η απάντηση της Google
Από την πλευρά της, η Google ανακοίνωσε ότι θα ασκήσει έφεση. «Διαφωνούμε με την απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με τα εργαλεία μας για εκδότες», δήλωσε η Lee-Anne Mulholland, αντιπρόεδρος κανονιστικών υποθέσεων της Google. «Οι εκδότες έχουν πολλές επιλογές και επιλέγουν την Google επειδή τα εργαλεία μας είναι απλά, οικονομικά και αποτελεσματικά».
Όπως και στην υπόθεση του μονοπωλίου στην αναζήτηση, η Google και η μητρική της εταιρεία Alphabet αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Οι δικηγόροι τους υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση βασίζει το επιχείρημά της σε μια παρωχημένη εικόνα της αγοράς, παραβλέποντας τον σημερινό ανταγωνισμό που περιλαμβάνει κολοσσούς όπως η Meta (Facebook), η Amazon, η Microsoft και η Comcast.
Η Google υποστήριξε ότι η υπόθεση του Υπουργείου περιγράφει μια αγορά που ανήκει στο παρελθόν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διαφημίσεις σε mobile εφαρμογές, σε πλατφόρμες streaming ή άλλες σύγχρονες μορφές κατανάλωσης περιεχομένου. Κατά την εναρκτήρια δήλωσή της, η νομικός της Google, Karen Dunn, παρομοίασε την ανάλυση του Υπουργείου με «χρονοκάψουλα που περιέχει ένα BlackBerry, ένα iPod και μια κάρτα συνδρομής στο Blockbuster».
Πιέσεις από εκδότες και κυβέρνηση
Στη δίκη, οι δικηγόροι του κράτους τόνισαν τις ζημίες που έχουν υποστεί οι εκδότες ειδήσεων εξαιτίας της κυριαρχίας της Google. Μάρτυρες από την Gannett (USA Today) και τη News Corp. (Wall Street Journal) περιέγραψαν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών για τη διαφήμιση, η οποία χρηματοδοτεί την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε ειδησεογραφικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο.
Πλέον, το Υπουργείο Δικαιοσύνης βρίσκεται σε θέση να επιχειρήσει την αποδόμηση του πολύπλοκου συστήματος διαφημίσεων της Google. Όταν η υπόθεση κατατέθηκε πριν από δύο χρόνια, οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι η Google θα πρέπει να υποχρεωθεί να πουλήσει, τουλάχιστον, το προϊόν Ad Manager — το οποίο περιλαμβάνει την τεχνολογία που χρησιμοποιούν οι εκδότες και την πλατφόρμα των διαφημιστικών δημοπρασιών.
Με πληροφορίες από Associated Press