Η εταιρεία κρουαζιέρας Carnival αναθεώρησε ανοδικά την ετήσια πρόβλεψή της για τα κέρδη, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών λόγω των υψηλότερων τιμών εισιτηρίων, των αυξημένων προκρατήσεων και της αυξανόμενης καταναλωτικής δαπάνης επί των πλοίων.
Όπως αναφέρει το Reuters, παρά την άνοδο των τιμών εισιτηρίων τα τελευταία χρόνια, οι Αμερικανοί σπεύδουν να κάνουν κρατήσεις από νωρίς για τις αποδράσεις τους κατά τη διάρκεια της περιόδου που είναι γνωστή ως «wave season», η οποία ξεκινά κάθε Ιανουάριο, ενώ παράλληλα δαπανούν σημαντικά ποσά κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους.
Αυτή η ισχυρή ζήτηση βοήθησε την Carnival να αντισταθμίσει την άνοδο του λειτουργικού κόστους, που περιλαμβάνει δαπάνες για καύσιμα, λιμενικά τέλη και προσφορές.
Οριακά χαμηλότερες οι προβλέψεις για το επόμενο τρίμηνο
Παρά τα θετικά αποτελέσματα, η μετοχή της Carnival υποχώρησε περίπου 5% στις αρχικές συναλλαγές, μετά την πρόβλεψη για προσαρμοσμένα κέρδη ανά μετοχή περίπου 22 σεντς για το τρέχον τρίμηνο, έναντι εκτιμήσεων για 23 σεντς, σύμφωνα με δεδομένα της LSEG.
«Ενώ δεν είμαστε εντελώς απρόσβλητοι από την αυξημένη μακροοικονομική και γεωπολιτική αστάθεια από τότε που δημοσιεύσαμε τις προβλέψεις μας τον Δεκέμβριο, εξακολουθούμε να αυξάνουμε τις προσδοκίες μας για τα κέρδη του έτους», δήλωσε ο CEO της Carnival, Josh Weinstein.
Η οικονομική αβεβαιότητα που απορρέει από τη νέα δασμολογική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού και να πλήξει τη διάθεση των καταναλωτών για δαπάνες σε δραστηριότητες αναψυχής.
Ισχυρά αποτελέσματα πρώτου τριμήνου και βελτίωση προβλέψεων για το 2025
Η εταιρεία αναμένει για τη χρήση 2025 προσαρμοσμένα κέρδη ανά μετοχή περίπου 1,83 δολάρια, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για περίπου 1,70 δολάρια ανά μετοχή.
Σε προσαρμοσμένη βάση, η Carnival κατέγραψε κέρδη 13 σεντς ανά μετοχή για το πρώτο τρίμηνο που έληξε στις 28 Φεβρουαρίου, έναντι μέσης εκτίμησης αναλυτών για 2 σεντς.
Τα τριμηνιαία έσοδα της εταιρείας ανήλθαν σε 5,81 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας επίσης τη μέση εκτίμηση των αναλυτών για 5,75 δισ. δολάρια.