Προεκλογικό αγώνα σαν αυτόν δεν έχουμε ξαναδεί στη Γερμανία. Ακριβώς 109 ημέρες μεσολαβούν ανάμεσα στη διάλυση της τρικομματικής «συγκυβέρνησης» υπό τον Όλαφ Σολτς στις 6 Νοεμβρίου και τη διεξαγωγή των πρόωρων εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου. Ο προεκλογικός αγώνας είναι κατά 10 ημέρες πιο σύντομος από την τελευταία αντίστοιχη περίπτωση, το 2005. Αν συνυπολογίσουμε μάλιστα ότι έρχονται γιορτές, τα πολιτικά κόμματα θα έχουν στη διάθεσή τους μόλις 53 ημέρες, μετά τα βεγγαλικά της Πρωτοχρονιάς, για την προεκλογική τους καμπάνια.
Η σύντομη διάρκεια δεν είναι η μοναδική ιδιαιτερότητα του προεκλογικού αγώνα. Για πρώτη φορά μετά το 1987 οι εκλογές γίνονται χειμώνα. Για πρώτη φορά δεν υπάρχουν μόνο δύο ή τρεις, αλλά τέσσερις διαφορετικοί υποψήφιοι για την καγκελαρία. Όλα δείχνουν ότι μας περιμένει ο πιο σκληρός προεκλογικός αγώνας από το 1949, έστω και αν όλα τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται σήμερα στη Βουλή (με εξαίρεση, ωστόσο, την ακροδεξιά AfD) έχουν συμφωνήσει να τηρήσουν το «fair play».
Δείγμα γραφής η αντιπαράθεση SPD-FDP
Πάντως, στη συζήτηση που προηγήθηκε της ψηφοφορίας για (μη) παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Σολτς, στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, το κλίμα είχε εκτραχυνθεί με εκφράσεις που μάλλον δεν θυμίζουν «fairplay». Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς κατηγόρησε τον επί σειρά ετών υπουργό Οικονομικών και νυν βουλευτή των Φιλελευθέρων (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ ότι είχε επιδοθεί σε «σαμποτάζ» και δεν διαθέτει «το απαραίτητο ηθικό ανάστημα». Ο πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς έκανε λόγο για «ξεδιάντροπή συμπεριφορά» του καγκελάριου, ο οποίος, από την πλευρά του, του συνέστησε να σταματήσει τις «μπούρδες».
Δεν είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποια ζητήματα θα κυριαρχήσουν σε αυτή την προεκλογική ατζέντα. Ασφαλώς η αποτρόπαια επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου επαναφέρει το ζήτημα της ασφάλειας, δεν αποκλείεται όμως να υπάρξουν εκπλήξεις. Σημειωτέον ότι στις 20 Ιανουαρίου αναλαμβάνει καθήκοντα στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, που έχει εκφράσει την πρόθεσή του να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, κάτι που μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τον προεκλογικό αγώνα. Ήδη σήμερα προκαλεί αίσθηση η ανάμειξη του δισεκατομμυριούχου και συμβούλου του Τραμπ, Ίλον Μασκ, ο οποίος υποστηρίζει ανοιχτά την AfD και μάλιστα καλεί τον καγκελάριο να παραιτηθεί. Ο ίδιος ο Σολτς αντιδρά ψύχραιμα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, λέγοντας ότι «έχουμε ελευθερία του λόγου, η οποία ισχύει και για τους δισεκατομμυριούχους…».
Μέχρι …170 μέρες για τον σχηματισμό κυβέρνησης
Ό,τι κι αν βγάλει η κάλπη, γεγονός είναι ότι μετεκλογικά χρειάζονται τουλάχιστον δύο -μπορεί και τρία- πολιτικά κόμματα που θα βρουν κοινό έδαφος, ώστε να συγκυβερνήσουν. Σύμφωνα με επίκαιρες σφυγμομετρήσεις, ο πιο πιθανός μετεκλογικός συνδυασμός θα είναι ένας «μεγάλος συνασπισμός» με τη συμμετοχή της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών ή μία σύμπραξη της Χριστιανικής Ένωσης με τους Πράσινους. Παραμένει αβέβαιο εάν το FDP καταφέρει να ξεπεράσει το προβλεπόμενο από τον εκλογικό νόμο όριο του 5% για την είσοδο στη Βουλή.
Ακόμα πιο αβέβαιο είναι το πότε θα ολοκληρωθούν οι μετεκλογικές διαπραγματεύσεις. Οι πιο αισιόδοξοι εκτιμούν ότι η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να προκύψει μέχρι το Πάσχα, στις 20 Απριλίου, δηλαδή περίπου δύο μήνες μετά τη διεξαγωγή των εκλογών.
Με βάση την εμπειρία, είναι δύσκολο να γίνουν προβλέψεις. Οι πιο σύντομες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη μεταπολεμική Γερμανία είχαν γίνει μετά τις εκλογές του 1969 και του 1983. Στην πρώτη περίπτωση, ο σοσιαλδημοκράτης Βίλι Μπραντ χρειάστηκε μόλις 23 ημέρες για να παρουσιάσει την πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού ανάμεσα στο SPD και το FDP. Στη δεύτερη περίπτωση, ο χριστιανοδημοκράτης Χέλμουτ Κολ χρειάστηκε το ίδιο χρονικό διάστημα για να ανακοινώσει τη σύνθεση της κυβέρνησής του με τη συμμετοχή του FDP.
Στον αντίποδα, το 2017 πέρασαν 171 ημέρες μέχρι να οριστικοποιηθεί ο «μεγάλος συνασπισμός» μεταξύ CDU και SPD στην τέταρτη και τελευταία θητεία της Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Ο λόγος για τη μεγάλη αυτή καθυστέρηση είναι ότι είχαν προηγηθεί άλλες διαπραγματεύσεις μεταξύ CDU και FDP, οι οποίες όμως οδηγήθηκαν τελικά σε αδιέξοδο.
Πηγή: DW
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!