Ο επισιτιστικός εφοδιασμός της ΕΕ δεν τίθεται σε κίνδυνο χάρη στην ενιαία αγορά και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), οι οποίες έχουν καταστήσει την ΕΕ αυτάρκη για τα περισσότερα γεωργικά προϊόντα, υπογραμμίστηκε στο τελευταίο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας, στο οποίο, την χώρα μας εκπροσώπησε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργος Στύλιος.
Ποσοστά αυτάρκειας σε επιλεγμένα αγροτικά προϊόντα
Αγρανάπαυση και αμειψισπορά
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χώρα, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργος Στύλιος τόνισε μεταξύ άλλων ότι «η Ελλάδα αξιοποίησε τη δυνατότητα για χρήση των εκτάσεων αγρανάπαυσης, κατά το έτος 2022" και ότι "οι συνθήκες που επέβαλλαν αυτή την παρέκκλιση δεν έχουν αλλάξει. Ως εκ τούτου, θεωρούμε σκόπιμο να παραταθεί αυτή η δυνατότητα και για το έτος 2023».
Ο κ. Στύλιος, πρόσθεσε, ακόμα, πως η Ελλάδα «στηρίζει το αίτημα για αναβολή της υποχρέωσης αμειψισποράς το 2024, καθώς ο στόχος της αύξησης της παραγωγής δεν επιτυγχάνεται εντός του στενού διαστήματος δύο καλλιεργητικών περιόδων».
Αποτελεσματικά μέτρα συντονισμού
Ωστόσο, υπογραμμίστηκε η σημασία ύπαρξης αποτελεσματικών μέτρων συντονισμού, σε διεθνές επίπεδο, για να αυξηθεί η παραγωγή.
Είναι κοινά παραδεκτό ακόμη το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός πρωτογενής τομέας δέχεται σημαντικές πιέσεις λόγω της αύξησης του κόστους της ενέργειας και άλλων εισροών ήδη πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία ενισχύθηκε από τον πόλεμο και τις επιπτώσεις του στην παραγωγή, τις τιμές και το εμπόριο γεωργικών προϊόντων.
Ερωτήματα για την προσιτότητα
Οπως φαίνεται και από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι τιμές για ορισμένα προϊόντα έχουν φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ που εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την οικονομική προσιτότητα των τροφίμων για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να αποτρέψουν τη συμπίεση των περιθωρίων των γεωργών λόγω της δυσανάλογης αύξησης του κόστους των εισροών, ιδίως της ενέργειας και των λιπασμάτων.
Σιτηρά
Η κατάσταση της αγοράς σιτηρών στην ΕΕ ήταν θετική μέχρι πρόσφατα. Οι τιμές ήταν πολύ υψηλές για τους γεωργούς και οι προοπτικές συγκομιδής αρκετά καλές. Ωστόσο, η παρατεταμένη ξηρασία σε ορισμένες περιοχές, σε συνδυασμό με τους καύσωνες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του Μαΐου, προκάλεσε ορισμένες ανησυχίες.
Έτσι, οι τελευταίες προβλέψεις της Επιτροπής για τα σιτηρά μειώθηκαν κατά περισσότερο από 2 εκατ. τόνους (από 295,8 σε 293,1 εκατ. τόνους). Η μείωση αυτή αφορά κυρίως το κριθάρι και τον αραβόσιτο (για τον οποίο πάντως η αρχική πρόβλεψη ανέφερε πρωτοφανή επίπεδα παραγωγής) και δεν επηρεάζει τον μαλακό σίτο.
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές μαλακού σίτου της ΕΕ, κατά την επόμενη περίοδο προβλέπεται να ανέλθουν σε 38 εκατ. τόνους, το υψηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί ποτέ, επιβεβαιώνοντας, όπως ειπώθηκε, τη δυνατότητα της ΚΓΠ να συμβάλει στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια. Οι συνολικές εξαγωγές σιτηρών (σιτάρι, κριθάρι, αραβόσιτος) θα μπορούσαν να ανέλθουν σε περίπου 54 εκατ. τόνους (ελαφρώς κάτω από το ρεκόρ των 55 εκατ. τόνων το 2019/2020).
Ελαιούχοι σπόροι
Η παραγωγή ελαιούχων σπόρων στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά χάρη στην αύξηση της έκτασης (+6 %, ιδίως με τον ηλίανθο που επωφελείται από την παρέκκλιση για τις περιοχές οικολογικής εστίασης), ενώ η παραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί κατά το ίδιο ποσοστό. Αυτή η θετική εξέλιξη εκτιμάται ότι θα επιτρέψει στην αγορά της ΕΕ να αντιμετωπίσει τη χαμηλότερη διαθεσιμότητα ελαιούχων σπόρων από την Ουκρανία.
Ζωικά προϊόντα
Στα ζωικά προϊόντα, οι τιμές παραμένουν υψηλές, αλλά εξακολουθούν να μην αντισταθμίζουν το υψηλό κόστος των ζωοτροφών και της ενέργειας, μεταξύ άλλων και για το χοίρειο κρέας.
Οπωροκηπευτικά
Ο τομέας των οπωροκηπευτικών εξακολουθεί να επηρεάζεται από το αυξανόμενο κόστος των εισροών και τις ελλείψεις στη διαθεσιμότητα ορισμένων εισροών και υλικών, καθώς και από τις μειωμένες εξαγωγικές ευκαιρίες λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου.
Οι προοπτικές για την παγκόσμια αγορά σιτηρών
Οσον αφορά τις διεθνείς πτυχές της παραγωγής και του εμπορίου σιτηρών, το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών (IGC) προβλέπει ότι η παγκόσμια παραγωγή σίτου θα συρρικνωθεί το 2022/23 στο ύψος των 769,0 εκατ. τόνων (-1,6 % σε ετήσια βάση).
Σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, οι προοπτικές αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω για την Ινδία και τις ΗΠΑ ιδίως, και αντισταθμίστηκαν εν μέρει από αυξήσεις για την Αυστραλία και τη Ρωσία. Σε συνδυασμό ιδίως με την αύξηση του πληθυσμού στην Αφρική και την Ασία, η παγκόσμια κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά σε 780,2 εκατ. τόνους (+ 0,3 % σε ετήσια βάση), αποτελώντας πιθανόν νέο ρεκόρ, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ως τροφίμων σε 546,2 εκατ. τόνους (+ 0,5 %).
Τα τελικά αποθέματα εκτιμώνται στο χαμηλότερο τετραετές επίπεδο των 270,9 εκατ. τόνων (-4,0 %), εκ των οποίων το 50 % αποδίδεται στην Κίνα. Το παγκόσμιο εμπόριο αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς σε 194 εκατ. τόνους (+ 0,2 %), με την ΕΕ (38 εκατ. τόνοι) να παραμένει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας, ακολουθούμενη από τη Ρωσία με 37 εκατ. τόνους.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!