Με ρυθμούς χελώνας, ουσιαστικά στα όρια της αδιαφορίας, προχωράει ο πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος των δημοσίων κτιρίων της χώρας (νοσοκομεία, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.), αφού, παρά το γεγονός ότι η προσπάθεια ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, το 2001, έχει ολοκληρωθεί μόλις στο 27%-30% αυτών. Την ίδια στιγμή, δεν έχει καν ξεκινήσει ο δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος, αν και επρόκειτο να γίνει αυτό από το 2018, όπως αποκαλύπτει το ethnos.gr.
Αυτά συμβαίνουν στην πιο σεισμογενή χώρα της Ευρώπης και παρά τα ιδιαιτέρως δυσοίωνα μηνύματα που στέλνουν οι ειδικοί επιστήμονες ότι στο σεισμό της Κεφαλονιάς το 2016 και στους πρόσφατους της Κρήτης, (του Αρκαλοχωρίου και του Ζάκρου), καταγράφηκαν πολύ υψηλές επιταχύνσεις και φορτία, τα οποία δεν προβλέπονται ούτε από τον τελευταίο (1995) και πολύ αποτελεσματικό κανονισμό αντισεισμικής κατασκευής κτιρίων (ΝΕΑΚ). Κι αν ο ΝΕΑΚ δεν μπορεί να εγγυηθεί απόλυτα την αντοχή των καινούργιων κτιρίων, ποιος λόγος μπορεί να γίνει για τα παλιά και πολύ ταλαιπωρημένα;
Τα παραπάνω αναφέρει στο ethnos.gr ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) και πρόεδρος της Επιτροπής Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών του Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ/ΤΚΜ), Βασίλης Λεκίδης.
Να σημειωθεί ότι την ιδιαιτέρως άμεση ανάγκη να γίνουν μεγάλα βήματα στο θέμα της πρόληψης καταστροφών από σεισμούς, κάτι που μπορεί να γίνει κυρίως με τον προσεισμικό έλεγχο των κτιρίων, επισημαίνουν στο ethnos.gr και οι καθηγητές Σεισμολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κώστας Παπαζάχος και Μανόλης Σκορδύλης.
Το πρόγραμμα ΕΠΑΝΤΙΚ
Σύμφωνα με τον κ. Λεκίδη, στις αρχές του αιώνα ξεκίνησε μία πολύ σοβαρή προσπάθεια, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΟΑΣΠ, του ΙΤΣΑΚ, πανεπιστημίων και του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, προκειμένου να εντοπιστεί η τρωτότητα των ιδιωτικών και δημόσιων κατασκευών και να συνδυαστεί αυτή με τη σεισμική επικινδυνότητα.
«Στόχος ήταν να μπορέσουμε να ιεραρχήσουμε τις περιοχές, όπου η Πολιτεία, με χρήματα από τον ΕΣΠΑ και άλλες δημόσιες επενδύσεις, θα έπρεπε να προχωρήσει σε σεισμική αναβάθμιση των κατασκευών. Επρόκειτο για το πρόγραμμα ΕΠΑΝΤΙΚ, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2008 και αποτέλεσε κεφαλαιώδους σημασίας προσπάθεια. Στη συνέχεια έγιναν και κάποιες αναθεωρήσεις του προγράμματος. Όμως, δεν έγιναν κάποια βήματα από την Πολιτεία, με βάση τα αποτελέσματά του. Την ίδια στιγμή, ο προσεισμικός έλεγχος των κατασκευών σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, που ξεκίνησε το 2001, προχώρησε σε ποσοστό μόλις 27%-30%. Με αυτούς τους ρυθμούς θα χρειαστούμε άλλα σαράντα χρόνια, για να ολοκληρωθεί. Σε ό,τι αφορά τον προσεισμικό έλεγχο σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, δεν ξεκίνησε ακόμα, αν και θα έπρεπε να γίνει αυτό το 2018», λέει στο ethnos.gr ο κ. Λεκίδης.
Κατά τον ίδιο, οι μεγάλες επιταχύνσεις και τα φορτία του σεισμού της Κεφαλονιάς το 2014 και των δύο πρόσφατων της Κρήτης (Αρκαλοχώρι και Ζάρκος), τα οποία δεν προβλέπονται ούτε από τον ΝΕΑΚ, δημιουργούν πολλά ερωτηματικά, για το αν μπορούν να αντέξουν αυτές τις δυνάμεις ακόμα και τα κτίρια που τώρα κατασκευάζονται.
«Αν οι σύγχρονες κατασκευές δε θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στα φορτία που βλέπουμε τώρα, πώς θα καταφέρουν να αντέξουν τα παλιά κτίρια; Πρέπει επειγόντως να προχωρήσουμε σε σεισμική αναβάθμιση τουλάχιστον των δημόσιων κτιρίων, με βάση την ιεράρχηση που κατέδειξε το ΠΑΝΤΙΚ. Με τα σεισμικά φορτία που καταγράφονται πλέον, είναι πιθανό οι κατασκευές μας να παρουσιάσουν μεγάλες βλάβες. Χτυπάει καμπανάκι, είναι δυνατό να μην το βλέπουμε; Δε βλέπουμε ότι η φύση αρχίζει να μας ξεπερνάει; Τι θα γίνει σε μία μεγάλη πόλη, με πολλά παλιά και υψηλή κτίρια, μετά από ένα μεγάλο σεισμό;», αναρωτιέται ο κ. Λεκίδης.
Για στασιμότητα των προσεισμικών ελέγχων στις κατασκευές κάνει λόγο και ο καθηγητής Σεισμολογίας του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, σημειώνοντας ότι αυτήν την στιγμή το 90% των κτιρίων της χώρας είναι παλιά. «Δεν είναι μόνο τα δημόσια κτίρια, όπου δεν προχωρούν οι έλεγχοι, αλλά και τα ιδιωτικά κτίρια. Ούτε όταν νομιμοποιήθηκαν τα αυθαίρετα δεν υπήρξε πρόβλεψη για αντισεισμικό έλεγχο σε αυτά», τονίζει ο κ. Παπαζάχος.
«Οι τελευταίοι μεγάλοι σεισμοί χτυπούν καμπανάκι στην Πολιτεία, ώστε να προχωρήσει το θέμα της πρόληψης. Ο ΝΕΑΚ είναι από τους καλύτερους στον κόσμο και ό,τι χτίζεται με αυτόν, δύσκολα κινδυνεύει. Τα παλιά κτίρια, όμως, δεν είναι σίγουρο ότι θα ανταποκριθούν σε έναν ισχυρό σεισμό. Η Πολιτεία πρέπει να λάβει άμεσα πρωτοβουλία, ώστε να προχωρήσουν οι έλεγχοι και να γίνουν παρεμβάσεις, όπου χρειαστεί, κάτι σαν τη προληπτική ιατρική. Επίσης, μπορούν να δοθούν δάνεια σε πολίτες για την ενίσχυση και των ιδιωτικών κτιρίων, όποια υπάρχει πιθανότητα να παρουσιάσουν πρόβλημα σε σεισμό», αναφέρει από την πλευρά του ο καθηγητής Σεισμολογίας του ΑΠΘ, Μνόλης Σκορδύλης.
Δύσκολη χρονιά αλλά δεν υπάρχει ανησυχία
Για δύσκολη χρονιά, χωρίς, ωστόσο, να δημιουργείται ανησυχία στους σεισμολόγους, κάνει λόγο στο ethnos.gr ο κ. Παπαζάχος. Όπως αναφέρει και στο παρελθόν καταγράφηκαν χρονιές και περίοδοι με μεγάλους σεισμούς, φέρνοντας ως παράδειγμα το 1995 αλλά και το διάστημα 1953-1960.
«Συμβαίνει αρκετά συχνά να έχουμε αρκετούς μεγάλους σεισμούς σε μία χρονιά. Το φαινόμενο είναι δυσάρεστο αλλά όχι πρωτόγνωρο. Είναι μία δύσκολη χρονιά, αλλά δεν ανησυχούμε. Δυστυχώς, οι σεισμοί δεν είναι προβλέψιμοι, αφού δεν υπάρχει εργαλείο, για να τους προβλέψουμε», λέει ο κ. Παπαζάχος.
«Οι τεκτονικές πλάκες βρίσκονται σε μία μόνιμη διέγερση και ξέρουμε στατιστικά ότι πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον ένα σεισμό μεγέθους έξι Ρίχτερ στον ελλαδικό χώρο. Κάποιες φορές έχουμε και περισσότερους, όπως τους τελευταίους δώδεκα μήνες, όταν σημειώθηκαν σε Σάμο, Τύρναβο, οι δύο της Κρήτης και αυτός πολύ ανοιχτά της Καρπάθου. Όλοι τους ήταν πάνω από έξι Ρίχτερ και αυτός της Σάμου 7 Ρίχτερ. Το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Άλλωστε, το ίδιο συνέβη και τη δεκαετία του ’50. Βέβαια, φέτος, με εξαίρεση αυτόν του Τυρνάβου, οι σεισμοί σημειώθηκαν στο νότιο τμήμα της χώρας, όπου δραστηριοποιείται το ελληνικό τόξο. Το τελευταίο βρίσκεται στη μύτη της πλάκας της Ευρασίας, η οποία συγκρούεται με αυτήν της Μεσογείου. Δημιουργούνται δυνάμεις, δραστηριοποιούνται τα ρήγματα και υπάρχουν περίοδοι με εξάρσεις. Όμως, δε συμβαίνει κάτι το πρωτόγνωρο, ώστε να προκληθεί ανησυχία», σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Σκορδύλης.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!