Ως δυναμική νοείται η τιμολόγηση που αντανακλά, κατά κύριο λόγο, τις διακυμάνσεις των τιμών στις χονδρεμπορικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας (spot markets) παρέχοντας το κίνητρο στον καταναλωτή να αντιδρά αυθόρμητα (on the spot) σε αυτές τις μεταβολές των τιμών, μεταβάλλοντας το προφίλ ή την ποσότητα κατανάλωσης, σε σχέση με την προγραμματισμένη και συστηματική κατανάλωσή του.
Μέσω της εφαρμογής δυναμικής τιμολόγησης και ιδίως μέσω της ενεργής αντίδρασης στις μεταβολές των τιμών, ο καταναλωτής μπορεί να μειώσει το κόστος προμήθειας ενέργειας.
Στην περίπτωση μη ενεργής αντίδρασης (on the spot), ένα δυναμικό τιμολόγιο επί της ουσίας ταυτίζεται με ένα κυμαινόμενο τιμολόγιο, όπως αυτά ευρέως προσφέρονται στην ελληνική αγορά.
Συνεπώς, η εφαρμοσιμότητα των δυναμικών τιμολογίων έγκειται στη δυνατότητα για ενεργή συμμετοχή του καταναλωτή στη διαμόρφωση του καταναλωτικού προφίλ του, τόσο με συστηματικό τρόπο, μετατοπίζοντας τις καταναλώσεις του σε περιόδους κατά τις οποίες συστηματικά διαμορφώνονται χαμηλές τιμές, όσο και με τυχαίο τρόπο, όπου ad hoc αποφασίζει να κατανάλωση ή όχι ανάλογα με την τιμή που ισχύ εκείνη τη στιγμή, έχοντας πρόσβαση σε πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, τόσο για τις τιμές όσο και την τρέχουσα κατανάλωσή του.
Η πρώτη προσέγγιση, αυτή της αποτελεσματικής εκμετάλλευσης των συστηματικών διακυμάνσεων τιμών (για παράδειγμα χαμηλές τιμές κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω παραγωγής ηλιακών σταθμών ή αποφυγή κατανάλωσης τις βραδινές ώρες λόγω υψηλών τιμών), επιτυγχάνεται και με τη χρήση των λεγόμενων ζωνικών τιμολογίων, όπως αυτά με την πρωινή και βραδινή τιμολόγηση που εφαρμόζονται για πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Αντιθέτως, η ad hoc (ή spot) αντίδραση του καταναλωτή σε μεταβολές τιμών αποτελεί μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί είτε τη συνεχή ενεργή παρακολούθηση του καταναλωτή στη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς, είτε την αυτοματοποιημένη, με όρους τεχνητής νοημοσύνης, μέσω ευφυών εφαρμογών (blockchain), αντίδραση του.
Η ανάπτυξη ενός πλαισίου δυναμικής τιμολόγησης απαιτεί την επαναξιολόγηση των διαφόρων μηχανισμών που εφαρμόζονται σήμερα στο πλαίσιο της χονδρικής και λιανικής αγοράς προμήθειας, ιδίως της αγοράς εξισορρόπησης και του τρόπου που επιμερίζονται τα κόστη εξισορρόπησης του συστήματος.
Διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου
Γίνεται ευκόλως κατανοητό ότι η δυναμική τιμολόγηση και το επί της ουσίας δικαίωμα του καταναλωτή να μεταβάλει την κατανάλωσή του είτε μειώνοντας είτε μεταφέροντας σε ώρες χαμηλότερων τιμών, αφορά ιδίως στην ακριβή και σε πραγματικό χρόνο πληροφόρηση του για τη λειτουργία της αγοράς και την ύπαρξη «έξυπνου εξοπλισμού (πχ διακόπτες wifi, έξυπνοι φορτιστές κλπ.), πέραν του ευφυούς μετρητή (που είναι προφανώς εκ του ουκ άνευ απαραίτητος), ώστε να μπορεί πράγματι να υλοποιήσει την αντίδρασή του στις μεταβολές τιμών.
Και περαιτέρω αναφέρεται στην δυνατότητα του να συμμετέχει απευθείας σε αγορές και μηχανισμούς για να διαμορφώνει ο ίδιος, με δικές του οικονομικές αποφάσεις, τον τρόπο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, το δικαίωμα για δυναμική τιμολόγηση κυρίως αφορά τη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου για την απευθείας συμμετοχή των καταναλωτών σε αγορές και μηχανισμούς για τη διαχείριση της ποσοτικής θέσης τους καθώς και εγκατάσταση της τεχνολογικής υποδομής για τη διαχείριση της θέσης και τη λήψη αποφάσεων σε πραγματικό χρόνο, και όχι τόσο στην ύπαρξη δυναμικών τιμολογίων.
Όμως, πέραν των προφανών πλεονεκτημάτων που θα μπορούσε να έχει η δυναμική τιμολόγηση για ένα σημαντικό ενδεχομένως τμήμα της αγοράς (προφανώς δεν προσφέρει την ίδια χρησιμότητα σε όλους), η ανάπτυξη ενός πλαισίου δυναμικής τιμολόγησης απαιτεί την επαναξιολόγηση των διαφόρων μηχανισμών που εφαρμόζονται σήμερα στο πλαίσιο της χονδρικής και λιανικής αγοράς προμήθειας, ιδίως της αγοράς εξισορρόπησης και του τρόπου που επιμερίζονται τα κόστη εξισορρόπησης του συστήματος.
Η ίδια η φύση της δυναμικής τιμολόγησης κινητροδοτεί τον καταναλωτή να τροποποιήσει το («συστηματικό») καταναλωτικό προφίλ του, δημιουργώντας εκ τούτου ανισορροπίες (imbalances) στο σύστημα, δηλαδή μεταβολές στο πρόγραμμα εγχύσεων και απορροφήσεων, οι οποίες «διορθώνονται» με ενέργειες του διαχειριστή του συστήματος (re-dispatching), και των οποίων το κόστος (imbalance costs), μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό.
Τι αξιολογεί ο καταναλωτής
Σε οικονομικούς όρους, ο καταναλωτής που έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει το καταναλωτικό προφίλ του (πχ μέσω δυναμικής τιμολόγησης), θα πρέπει να αξιολογεί κάθε φορά εάν το όφελος από τη δυναμική αντίδρασή του είναι μεγαλύτερο από το κόστος εξισορρόπησης, το οποίο οφείλει να καταβάλλει. Προφανώς, το όφελος θα είναι δεδομένο εάν δεν κληθεί ο ίδιος να πληρώσει το κόστος εξισορρόπησης, αλλά αυτό το πληρώσει κάποιος άλλος (για παράδειγμα η κοινωνία ή ο προμηθευτής του). Τότε βεβαίως η δυναμική συμπεριφορά του έχει διπλό όφελος: και εκμεταλλεύεται προς όφελος του τις μεταβολές των τιμών ηλεκτρισμού προσαρμόζοντας το καταναλωτικό προφίλ του (και καλά κάνει) και το κόστος ανισορροπιών του το πληρώνει κάποιος άλλος.
Στην περίπτωση αυτή είναι σαφές ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί ένας μηχανισμός που να θεωρεί ως «θετική» πράξη την μεταβολή του προγράμματος κατανάλωσης, και όχι ως μια «αρνητική» πράξη, που με βάσει το τρέχον ρυθμιστικό πλαίσιο όχι μόνο πληρώνει χρεώσεις εξισορρόπησης, αλλά «τιμωρείται» και με επιπλέον ποινικές ρήτρες προς τους προμηθευτές, για μη ακριβή υποβολή προσφορών ζήτησης. Οι προμηθευτές καλούνται να πληρώσουν τόσο το κόστος εξισορρόπησης όσο και την οικονομική κύρωση, επειδή ο καταναλωτής ενεργοποιεί το δικαίωμα του να μεταβάλει την κατανάλωσή του!
Ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας, ο σχεδιασμός της αγορά εξισορρόπησης προβλέπει τη λειτουργία μιας κεντρικά οργανωμένης αγοράς, όπου κάθε οντότητα, υπόχρεη σε εξισορρόπηση, οφείλει να αγοράζει τα προϊόντα εξισορρόπησης (balancing products) αποκλειστικά από τη συγκεκριμένη αγορά. Η αγορά αυτή λειτουργεί και προγραμματίζει τις συναλλαγές αποκλειστικά βάσει οικονομικών και τεχνικών αποφάσεων του διαχειριστή (βέβαια ο διαχειριστής χρησιμοποιεί αλγόριθμό ο οποίος έχει ως σκοπό τη μεγιστοποίηση του κοινωνικού οφέλους). Οι υπόχρεες προς εξισορρόπηση οντότητες δεν μπορούν με δικά τους μέσα και δικές τους αποφάσεις να καλύψουν τις ανισορροπίες τους (self-dispatching design). Όποιο κόστος από τη διαδικασία εξισορρόπησης δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένη οντότητα (συνήθως η ακριβής απόδοση τους κόστους εξισορρόπησης αφορά τις μονάδες παραγωγής και τις μεγάλες βιομηχανικές καταναλώσεις) συγκεντρώνεται ανά portfolio, προστίθενται τα κόστη που μεταφέρονται στους περίφημους λογαριασμούς προσαυξήσεων (ΛΠ) και πληρώνεται από όλους τους καταναλωτές, μέσω ενιαίων χρεώσεων στους προμηθευτές τους.
Η διαχείριση των χρεώσεων
Οι χρεώσεις αυτές δεν είναι γνωστές πριν από το πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα, συνεπώς οι προμηθευτές δεν μπορούν παρά να περιμένουν να τις λάβουν, ώστε να τιμολογήσουν τους πελάτες τους με καθυστέρηση.
Βεβαίως κάποιος μπορεί να πει ότι η διαχείριση των χρεώσεων αυτών εμπίπτει στη δουλειά του προμηθευτή και είναι ρίσκο που πρέπει να καλύψει ο ίδιος, αλλά αυτό το επιχείρημα μπορεί να ισχύει μόνο στην περίπτωση που κάθε προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί με δικά του μέσα τις ανισορροπίες του portfolio του ( self-dispatching) και όχι σε ένα κεντρικά λειτουργών σύστημα. Στο σύστημα αυτό ο προμηθευτής δεν έχει καμία δυνατότητα, με δικές του ενέργειες, να βελτιστοποιήσει το κόστος ανισορροπιών των πελατών του, και να τιμολογήσει την υπηρεσία αυτή με εμπορικούς όρους. Αντιθέτως, αποτελεί μια ρυθμιζόμενη χρέωση ή οποία υπολογίζεται εκ των υστέρων, αλλά πρέπει ο προμηθευτής να την ενσωματώσει στο εμπορικό (ανταγωνιστικό) τιμολόγιο του. Εφόσον είναι εν τοις πράγμασι ρυθμιζόμενη χρέωση (μιας που δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο εμπορικής δραστηριοποίησης) γιατί δεν ενσωματώνεται στα τιμολόγια χρήσης του συστήματος?
Από την άλλη πλευρά είναι ιδιαζόντως δύσκολο σε αυτό το κεντρικό σύστημα να χειριστείς και να κατανέμεις σε κάθε έναν καταναλωτή διακριτά το κόστος εξισορρόπησης.
Ίσως σε ένα μακρινό μέλλον, όπου το σύστημα διανομής θα είναι πλήρως ψηφιοποιημένο, η ροή πληροφορίας θα είναι συνεχής και αξιόπιστη, και η λειτουργία θα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε έξυπνα συστήματα, αλγορίθμους και τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) και blockchain, τότε ενδεχομένως θα ήταν δυνατή η ανά πελάτη εξυπηρέτηση, σήμερα πρακτικά είναι αδύνατη.
Συνεπώς, δυναμική διαχείριση του καταναλωτικού προφίλ, η οποία μπορεί να επιτυγχάνεται είτε με την εφαρμογή δυναμικής τιμολόγησης, αλλά και με την εφαρμογή μηχανισμών απόκρισης ζήτησης, σε συνδυασμό με τη χρήση κατανεμημένων πόρων (DERs – τοπική παραγωγή, αποθήκευση, sharing κλπ.) δημιουργεί προσώρας σημαντικά προβλήματα στη διαχείρισης των ανισορροπιών. Τα προβλήματα αυτά προέχονται από το γεγονός ότι ενώ η προηγμένη (sophisticated) ροή πληροφορίας μέσω των έξυπνων μετρητών επιτρέπει τη δυναμική διαχείριση του προφίλ του στον καταναλωτή, ο σχεδιασμός και η τρέχουσα υλοποίηση των αγορών εξισορρόπησης δεν επιτρέπει τον αποτελεσματικό διαμοιρασμό του κόστους που προκύπτει από αυτήν τη δυναμική διαχείριση.
Όσο βέβαια ο αριθμός των καταναλωτών που θα χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα εργαλεία δυναμικής διαχείρισης του προφίλ τους είναι λίγοι, τότε είναι προφανές ότι το κόστος αυτό της εξισορρόπησης θα το πληρώνουν οι υπόλοιποι καταναλωτές ή οι προμηθευτές τους, αλλά λόγω του (μικρού) μεγέθους του μπορεί να μη δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση στους υπόλοιπους. Όσο όμως αυξάνεται ο αριθμός των χρηστών εργαλείων δυναμικής διαχείρισης, τότε το κόστος αυτό θα αυξάνεται γεωμετρικά και το πρόβλημα της άδικης κατανομής του κόστους εξισορρόπησης θα πάρει γρήγορα διαστάσεις που δύσκολα θα είναι διαχειρίσιμες.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!