H απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο, στο οποίο η διαφοροποίηση των πηγών ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαραίτητη για τον μετασχηματισμό του τομέα.
Με τον λιγνίτη να συρρικνώνεται στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, πληθαίνουν οι φωνές που λένε πως το ορυκτό αέριο είναι απαραίτητο για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Ωστόσο, εν μέσω ενεργειακής κρίσης η χώρα απέδειξε ότι μπορεί να υπάρξει ενεργειακή επάρκεια, με αυξημένο μερίδιο ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή και ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης αερίου.
Με αυτά τα δεδομένα, η αύξηση κατανάλωσης του αερίου στην Ελλάδα το 2024, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρείται στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, προκαλεί ανησυχία και προβληματισμό.
Γιατί είναι πρόβλημα η αυξανόμενη εξάρτηση από το αέριο;
Αρχικά, δεδομένου ότι η αύξηση της χρήσης αερίου αυξάνει τις εκπομπές CO2, η χώρα κινείται σε αντίθετη τροχιά από την επίτευξη των στόχων της απανθρακοποίησης, αλλά και από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Για πρώτη φορά, το πρώτο εξάμηνο του 2024 πάνω από τις μισές εκπομπές των θερμικών μονάδων στην ηλεκτροπαραγωγή προήλθαν από όσες χρησιμοποιούν ως καύσιμο το ορυκτό αέριο· η τάση αυτή συνεχίστηκε και τους επόμενους μήνες.
Συγκριτικά, η Ελλάδα αύξησε την κατανάλωση αερίου περισσότερο από κάθε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ-27 τους πρώτους οκτώ μήνες του 2024 (+28%) σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023, ενώ αντίθετα στην ΕΕ η κατανάλωση μειώθηκε κατά 3%.
Δεύτερον, το ορυκτό αέριο είναι ένα ακριβό καύσιμο και η χρήση του μπορεί να εκτοξεύσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Από την ανάλυση των δεδομένων του entso-e διαπιστώνουμε ότι η τιμή στη χονδρεμπορική αγορά αυξάνεται όταν ανεβαίνει το μερίδιο του ορυκτού αερίου και μειώνεται όταν οι ΑΠΕ κυριαρχούν.
Αυτό είναι εμφανές παρατηρώντας και τη διακύμανση της ωριαίας τιμής ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στη διάρκεια της ημέρας. Οι υψηλότερες ωριαίες τιμές εμφανίζονται κατά τις βραδινές ώρες, εν τη απουσία των φωτοβολταϊκών. Τις ώρες αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ορυκτών καυσίμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η 4η Σεπτεμβρίου 2024 όταν η τιμή έφτασε σχεδόν τα 1000 €/MWh τις βραδινές ώρες, κατά τις οποίες τα ορυκτά καύσιμα κάλυπταν πάνω από το 80% της ζήτησης.
Επιπλέον, με την έναρξη λειτουργίας του ΣΕΔΕ 2 (Χρηματιστήριο Ρύπων), το κόστος της χρήσης αερίου θα αυξηθεί και σε άλλους τομείς όπως τα κτίρια και οι οδικές μεταφορές. Το κόστος αυτό προφανώς θα επιβαρύνει τους τελικούς καταναλωτές που χρησιμοποιούν αέριο (και άλλα ορυκτά καύσιμα) για τη θέρμανση ή τη μετακίνησή τους.
Από την άλλη, μια αντίφαση που παρατηρείται με την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ είναι ότι ενώ η κατανάλωση αερίου αναμένεται να μειωθεί το 2030, σχεδιάζονται νέες υποδομές αερίου.
Το πιο πιθανό είναι οι μονάδες αυτές να καταλήξουν σε λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία που θα επιβαρύνουν περαιτέρω τους καταναλωτές μέσω της δημιουργίας μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (capacity mechanism). Σύμφωνα με ανάλυση του Green Tank, οι διαθέσιμες μονάδες αερίου ήταν υπεραρκετές για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια τον τελευταίο 1.5 χρόνο.
Υπάρχουν άλλες λύσεις πέρα από το αέριο;
Η σύντομη απάντηση είναι ναι. Όπως προβλέπεται και από το ίδιο το ΕΣΕΚ, τα επόμενα -λίγα- χρόνια αναμένουμε ταχεία ανάπτυξη της αποθήκευσης, με την οποία θα περιοριστούν οι περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ που αυξάνονται συνεχώς από το 2023. Επιπλέον, προβλέπεται ακόμα μεγαλύτερη επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ, η οποία θα επιτευχθεί με τη δημιουργία ενός σωστού νέου χωροταξικού σχεδιασμού και την επαρκή ανάπτυξη των δικτύων.
Από την πλευρά των καταναλωτών, σημαντικό ρόλο στην ευελιξία έχουν τα συστήματα απόκρισης ζήτησης. Η αξιοποίησή τους θα μετατοπίσει τη ζήτηση στις ώρες υπερπαραγωγής των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα αφενός τη μέγιστη αξιοποίησή τους και αφετέρου τη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των συστημάτων αυτών είναι η επιτάχυνση εγκατάστασης πράσινων/βιώσιμων τεχνολογιών, πχ. έξυπνοι μετρητές, και η υλοποίηση των ανακοινωθέντων μέτρων από την πλευρά της Πολιτείας, όπως για παράδειγμα τα δυναμικά (πορτοκαλί) τιμολόγια.
Η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να μειωθεί ακόμα περισσότερο με τα συστήματα αυτοπαραγωγής. Πολίτες, επιχειρήσεις και λοιποί φορείς μπορούν να παράγουν την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν χρησιμοποιώντας καθαρές πηγές, εν προκειμένω κυρίως τα φωτοβολταϊκά.
Καθοριστικό ρόλο μπορούν να παίξουν και οι ενεργειακές κοινότητες, όπου η διαχείριση και η κατανομή της παραγόμενης ενέργειας γίνεται συλλογικά με σκοπό να ωφεληθούν τα μέλη τους.
Μάλιστα, φαίνεται πως η αξία των συστημάτων αυτοπαραγωγής έχει γίνει αντιληπτή από τους πολίτες ειδικά από την ενεργειακή κρίση και έπειτα. Αναλύοντας τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ, προκύπτει ότι οι αιτήσεις νέων έργων ανά έτος υπερδιπλασιάστηκαν μεταξύ 2021-2023.
Όσον αφορά τα έργα που λειτουργούν ήδη, έως τον Ιούλιο του 2024 η εγκατεστημένη ισχύς τους είχε φτάσει τα 665 MW που αποτελούν το 8% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος από φωτοβολταϊκά στη χώρα.
Παρ’ όλα αυτά, τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη των έργων αυτοπαραγωγής αποτελεί η έλλειψη διαθεσιμότητας ηλεκτρικού χώρου. Έως τον Ιούλιο του 2024, έλαβαν γνωστοποίηση αδυναμίας σύνδεσης από τον ΔΕΔΔΗΕ έργα που αντιστοιχούν στο 35% της συνολικής ισχύος των αιτούμενων έργων αυτοπαραγωγής. Και μάλιστα το 9% έχει ακυρωθεί οριστικά. Επομένως το ενδιαφέρον για την αυτοπαραγωγή υπάρχει, αρκεί να υποστηριχθεί κατάλληλα.
Είναι εμφανές λοιπόν, πως το ορυκτό αέριο δεν αποτελεί ούτε βιώσιμη ούτε οικονομική λύση. Η ενεργειακή ευελιξία και η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας είναι εφικτά περιορίζοντας το αέριο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει η πολιτική βούληση και η συντονισμένη προσπάθεια των εμπλεκόμενων διαχειριστών και φορέων για την έγκαιρη υλοποίηση των κατάλληλων μέτρων και πολιτικών.
Το όφελος θα είναι μεγάλο όχι μόνο για το κλίμα και το περιβάλλον, αλλά και για τους καταναλωτές, καθώς οι τιμές θα διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!