Ως σύμβαση εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας χαρακτηρίζεται από τον νόμο και την νομολογία εκείνη που κατά την κατάρτισή της συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά το χρονικό σημείο λήξης της ή από τη φύση της εργασίας ή από τον σκοπό για τον οποίο καταρτίσθηκε προκύπτει σαφώς ότι η λήξη της θα επέλθει αυτοδικαίως με την περάτωση ορισμένου έργου ή εργασίας, ανεξάρτητα από το αν η χρονική διάρκεια του έργου ή της εργασίας μπορεί να υπολογισθεί εκ των προτέρων (άρθρα 648, 669 ΑΚ, ΑΠ 724/1992, ΕΕΔ 52, 370, ΑΠ 1431/1991, ΕΕΔ 52, 367, ΑΠ 620/1991, ΕΕΔ 52, 365, ΑΠ 769/1989, ΕΕΔ 49, 640, ΑΠ 333/1990, ΕΕΔ 50, 214, ΑΠ 1700/1990, ΕΕΔ 50, 1010.).
Αντιθέτως, ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου χαρακτηρίζεται από τον νόμο και την νομολογία εκείνη στην οποία ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη για αόριστο χρόνο και αυτός να καταβάλλει τον συμφωνημένο μισθό (άρθρο 648 ΑΚ) και η οποία λήγει ύστερα από καταγγελία καθενός από τα μέρη (άρθρο 669 ΑΚ).
Μία σύμβαση εργασίας δύναται να έχει συναφθεί ως ορισμένου χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα η συνομολόγηση ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από την φύση της σύμβασης ή τις ανάγκες του εργοδότη, αλλά συνάπτεται ως ορισμένου χρόνου κατά καταστρατήγηση προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 2112/1920, «Aπόλυσις ιδιωτικού υπαλλήλου, όστις προσελήφθη επί χρόνω μη ωρισμένω εφ' όσον ούτος διήρκεσεν υπέρ τους δύο μήνας, δεν δύναται να λάβη χώραν άνευ προηγουμένης εγγράφου καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, ήτις δέον να γίνη κατά τους κάτωθι όρους: α) Δι υπαλλήλους υπηρετήσαντας μέχρις ενός έτους, τριάκοντα ημέρας προ της απολύσεως, β) Δι' υπαλλήλους υπηρετήσαντας πλέον του έτους, αλλ' ουχί και πλέον των τεσσάρων ετών, εξήκοντα ημέρας προ της απολύσεως, γ) Δι' υπαλλήλους συμπληρώσαντας τετραετή υπηρεσίαν, τρεις μήνας προ της απολύσεως, δ) Δι υπαλλήλους συμπληρώσαντας εξαετή υπηρεσίαν, τέσσαρας μήνας προ της απολύσεως, ε) Δι' υπαλλήλους συμπληρώσαντας οκταετή υπηρεσίαν, πέντε μήνας προ της απολύσεως, στ) Δι' υπαλλήλους συμπληρώσαντας δεκαετή υπηρεσίαν, εξ μήνας προ της απολύσεως, ζ) Δια παν έτος υπηρεσίας υπέρ την δεκαετίαν προστίθενται εις τα άνω χρονικά όρια τριάκοντα ημέραι μέχρι το πολύ δύο ετών».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, «Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».
Επομένως, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (Ν. 4558/1930, άρθρο 11 Ν. 547/1937), που ορίζουν ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και σε συμβάσεις εργασίας ορισμένης διάρκειας εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από την φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου αυτού περί καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, συνάγεται ότι ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας στη σύμβαση εργασίας είναι δικαιολογημένος από την φύση αυτής, όταν όχι μόνο η σύμβαση, ως εκ του είδους και του σκοπού της εργασίας, έχει χαρακτήρα σύμβασης ορισμένου χρόνου, αλλά και όταν η διάρκειά της υπαγορεύεται από αποχρώντα λόγο αναγόμενο κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, όπως λ.χ. η εποχική λειτουργία της επιχείρησης.
Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η κατάρτιση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε σκόπιμα για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου. Αντίθετα, αν η συνομολόγηση ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από την φύση της συμβάσεως ή τις ανάγκες της επιχείρησης, όπως συμβαίνει και όταν η εκτελούμενη εργασία ικανοποιεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, για την νόμιμη λύση της οποίας απαιτείται η πλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος (έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης). (ΑΠ 57/1998 ΝοΒ 1999.397, ΕφΘεσ. 1989/1997 Αρμ. 1997/1042).
Για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό μίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε ως ορισμένου χρόνου, αρκεί η σύμβαση αυτή να εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, χωρίς να έχει σημασία αν είναι η μόνη μεταξύ των μερών σύμβαση, ή αν υπάρχουν και άλλες, διαδοχικές, όπως εν προκειμένω. Πράγματι, η διαδοχικότητα συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συνιστά συνήθως τυπική περίπτωση καταστρατήγησης του εργατικού δικαίου, αλλά όχι γι’ αυτόν τον λόγο και υποχρεωτική προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό σύμβασης εργασίας, που συνήφθη για ορισμένη διάρκεια, ως αορίστου χρόνου. Αρκεί δηλαδή η ύπαρξη και μίας σύμβασης εργασίας, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχουν ανανεώσεις της, εφόσον η μία αυτή σύμβαση καταχρηστικώς συνήφθη ως ορισμένης διαρκείας. Τούτο δε επιβεβαιώνεται και από την νομολογία, η οποία δέχεται πως «εν αμφιβολία» η εργασιακή σχέση πρέπει να θεωρείται αορίστου χρόνου.
Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι μόνο ο Δικαστής προβαίνει σε αυθεντική νομική υπαίτηση εννόμων σχέσεων σε κανόνες δικαίου και μόνον αυτός αποφασίζει για τον νομικό τους χαρακτηρισμό, δίχως να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσε συμβαλλόμενος ή και ο εθνικός νομοθέτης σε ορισμένη έννομη σχέση, διότι διαφορετικά ο νομοθέτης, η εκτελεστική εξουσία ή τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επηρεάζουν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας. Επ’ αυτού καθοριστική είναι η απόφαση ΑΕΔ 3/2001 (ΕΕργΔ 2001, σ. 399 επ.).
Οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες, κατά τα ανωτέρω, αποτελούν τυπική περίπτωση υποκρυπτόμενης καταστρατήγησης, αντιμετωπίζονται ως ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και όταν μεταξύ τους παρεμβάλλεται ορισμένο χρονικό διάστημα.
Ο χαρακτηρισμός σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχει σημαντικές συνέπειες όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης και σχέσης εργασίας από τον εργοδότη πρέπει να γίνεται εγγράφως, άλλως είναι άκυρη, στην περίπτωση των εργαζομένων που υπάγονται στην ασφάλιση κατά της ανεργίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2556/1997. Επειδή δε η ασφάλιση κατά της ανεργίας έχει επεκταθεί σε όλους τους εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα (Ν. 1305/1984 και Υ.Α. Εργ. 32994/1987), η από τον εργοδότη καταγγελία κάθε σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να γίνεται εγγράφως. Προφορική καταγγελία είναι άκυρη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Ν. 2112/1920, η καταγγελία αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι νόμιμη εφόσον γίνει καταβολή από αυτόν αποζημίωσης στον εργαζόμενο, όπως αυτή εκάστοτε ορίζεται από τον νόμο. Η προστασία αυτή επεκτάθηκε με το Β.Δ. 16/18 Ιουλίου 1920 και στους τεχνίτες και εργάτες όλων των κατηγοριών των βιομηχανικών, βιοτεχνικών, μεταλλευτικών ή χειροτεχνικών επιχειρήσεων.
Η αυξημένη προστασία, επομένως, του εργαζομένου επί συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι το κύριο χαρακτηριστικό, το οποίο την διαφοροποιεί καθοριστικά σε σχέση με την σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Κατά συνέπεια, ο Νομοθέτης προέκρινε τον χαρακτηρισμό ως αορίστου χρόνου της σύμβασης εργασίας που καταχρηστικώς συνήφθη ως ορισμένου χρόνου, διότι διαφορετικά θα επερχόταν αδικαιολόγητη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του εργαζομένου, όχι μόνο στην καταβολή αποζημίωσης κατά την καταγγελία της σύμβασης, αλλά πρωτίστως στην θέση εργασίας. Τούτο δε καταδεικνύει και το έννομο συμφέρον των εργαζομένων που καταχρηστικώς απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως οι ήδη ενάγοντες, για την αναγνώριση της σχέσης εργασίας τους ως αορίστου χρόνου.
Ο έλεγχος της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται μέσω της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ η οποία, εξάλλου, στηριζόμενη κατεξοχήν σε αντικειμενικά κριτήρια, απαγορεύει γενικά την κατάχρηση. Με τον τρόπο αυτό αφενός αντικειμενικοποιείται πλήρως ο έλεγχος του ορθού νομικού χαρακτηρισμού, αφετέρου διευρύνεται, από την άποψη του πεδίου προστασίας και συνδέεται με τις συνταγματικές αξιολογήσεις και, ιδίως, με τη συνταγματική αναγνώριση και προστασία του δικαιώματος εργασίας (άρθρο 22 παρ. 1 Συντάγματος και τον ανθρωποκεντρικό και κοινωνικό χαρακτήρα του Συντάγματος.
Αποφασιστικό κριτήριο για την ερμηνεία των συμβάσεων αποτελεί και η στάθμιση των συμφερόντων των μερών, που, μάλιστα, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σε περιπτώσεις οικονομικής ή κοινωνικοοικονομικής και διαπραγματευτικής ανισότητας των συμβαλλομένων. Υπό το πρίσμα αυτό, η ερμηνεία των συμβάσεων αποτελεί σε ορισμένο βαθμό μηχανισμό αποκατάστασης, στο μέτρο του εφικτού, της νόθευσης του περιεχομένου της συμβατικής ελευθερίας, σε περιπτώσεις ιδίως ελλείπουσας κοινωνικοοικονομικής και διαπραγματευτικής ισορροπίας, όπως κατά κανόνα συμβαίνει όταν το ένα αντισυμβαλλόμενο μέρος είναι εργαζόμενος.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω σχετικά με το ζήτημα των διαδοχικών συμβάσεων, προκύπτουν συνοπτικά τα ακόλουθα:
- Η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά από τη φύση, το είδος ή το σκοπό της εργασίας, ή να επιβάλλεται από τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης. Η συνομολόγηση σύμβασης εργασίας για ορισμένο μόνο χρόνο είναι αδικαιολόγητη, όταν με την παρεχόμενη εργασία καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχείρησης.
- Η ορισμένη διάρκεια μίας σύμβασης μπορεί να προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασίας ή τις ανάγκες της εκμετάλλευσης. Παρότι στις περιπτώσεις αυτές ο ακριβής χρόνος λήξης της σύμβασης εργασίας δεν είναι πάντα εκ των προτέρων προσδιορισμένος, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ορισμένου χρόνου. Επισημαίνεται, ωστόσο, σχετικά ότι το χρονικό σημείο λύσης της σύμβασης θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων – έστω και κατά προσέγγιση – προβλέψιμο. Υποστηρίζεται, πάντως, ορθά ότι μόνη η κάλυψη μιας μη διαρκούς, ήτοι παροδικής, ανάγκης, αν δεν είναι βέβαιο το χρονικό σημείο λήξης της, δεν δικαιολογεί τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Η παροδικότητα, δηλαδή, κατά την άποψη αυτή, δεν ταυτίζεται με την έννοια του ορισμένου χρόνου ούτε έρχεται σε σύγκρουση ούτε είναι ασύμβατη με την έννοια του αορίστου χρόνου. Δεν αρκεί, επομένως, το γεγονός ότι η εργασιακή ανάγκη που καλύπτεται δεν είναι διαρκής για το χαρακτηρισμό της εργασιακής σχέσης ως ορισμένου χρόνου, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα η συνδρομή στοιχείων που θα καθιστούν δυνατό τον καθορισμό της ορισμένης διάρκειάς της. Αν τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν, η σύμβαση εργασίας πρέπει να θεωρείται αορίστου χρόνου.
- Αν η χρονική διάρκεια δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, είναι άκυρος ο σχετικός όρος της σύμβασης (ο χρονικός περιορισμός), χωρίς να συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη τη σύμβαση, η οποία ισχύει ως αορίστου χρόνου.
- Οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (αν και δεν είναι προϋπόθεση για τη θεώρησή τους ως αορίστου χρόνου, αφού αρκεί προς τούτο και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου) θεωρούνται, ωστόσο, ως τυπική περίπτωση υποκρυπτόμενης καταστρατήγησης, ακόμα και όταν μεταξύ τους παρεμβάλλεται ορισμένο χρονικό διάστημα, και αντιμετωπίζονται (αναγνωρίζονται) ως ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Από όσα αναφέραμε, καθίσταται σαφές ότι η σημασία της ανάγκης διασφάλισης του εργαζομένου από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του, η οποία επέρχεται μέσω του καταχρηστικού χαρακτηρισμού της σχέσης εργασίας ως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, είχε γίνει ήδη από νωρίς αντιληπτή και αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης. Ήδη η βούληση του εθνικού νομοθέτη επιβεβαιώνεται από το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο επιβάλλει την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου έναντι της κατάχρησης που προκύπτει από την άνευ αντικειμενικού λόγου απασχόλησή δια διαδοχικών συμβάσεων και σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Πρόσφατα, μάλιστα δημοσιεύτηκε η από 11-02-2021 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία και κατόπιν τεθέντος σχετικού προδικαστικού ερωτήματος Έλληνα Δικαστή αποφάνθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Ελληνικού Συντάγματος, δεν συνιστά εμπόδιο στην δικαστική διάγνωση κατ΄ εφαρμογή της σχετικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ καθώς και των εθνικών προστατευτικών νομοθετημάτων ιδίως δε του άρθρου 8 Ν. 2112/1920) η απόλυτη νομοθετική απαγόρευση μετατροπής , όπως αυτή εκδηλώνεται με τη προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 103 ισχύοντος εθνικού Συντάγματος που απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, αφού υπερισχύει η Οδηγία της ΕΕ 1999/70.
Κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται σαφής η μαζική έκδοση νομολογίας από τα Ελληνικά Δικαστήρια, για την αποσαφήνιση του μέλλοντος των χιλιάδων συμβασιούχων στη χώρα μας.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!