Σε δύο κύματα θα ενταχθούν οι ασφαλισμένοι στο νέο επικουρικό που θα ονομαστεί Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ και θα αρχίσει να λειτουργεί από 1/1/2022.
Όπως αποκαλύπτουν οι μελέτες που συνοδεύουν το σχέδιο νόμου «ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» το οποίο αναρτήθηκε νωρίτερα για διαβούλευση, το 2022 θα ενταχθούν στο ταμείο οι πρωτοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας.
Κατά το 2023 μπορούν να υπάγονται εφόσον το επιθυμούν, όσοι θα είναι κάτω των 35 ετών, έχουν υποχρεωτική ασφάλιση και συμμετέχουν ήδη στο τρέχον σύστημα επικουρικής σύνταξης. Επιπλέον μπορούν να υπάγονται από 1/1/2023 όσοι δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση και είναι κάτω των 35 ετών το 2023, καθώς και νεοεισερχόμενοι αυτής της κατηγορίας από το 2023 και στο εξής, εφόσον το επιθυμούν.
Το νέο ταμείο καλύπτει ασφαλιστικούς κινδύνους του γήρατος, της αναπηρίας και του θανάτου και ως εκ τούτου θα καταβάλλονται συντάξεις γήρατος, συντάξεις αναπηρίας και συντάξεις χηρείας.
Σήμερα το πλήθος των υφιστάμενων επικουρικών συντάξεων ανέρχεται σε 1,24 εκατομμύρια και η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη είναι της τάξης των 190 ευρώ, μετά την κατάργηση των περικοπών κατά το έτος 2020.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής για να διατηρηθούν οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων στο τρέχον επίπεδο του διανεμητικού συστήματος και να μην υποστούν οι ασφαλισμένοι που θα παραμείνουν σε αυτό, τις συνέπειες της μετάβασης από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, πρέπει οι τιμές για τη νοητή απόδοση και την αναπροσαρμογή των συντάξεων να είναι αυτές της ανοιχτής ομάδας του συστήματος NDC. Η μελέτη τονίζει ότι σε περίπτωση ελλειμάτων αυτά θα καλυφθούν από τα περιουσιακά στοιχεία του ταμείου, όπως προβλέπει ο νόμος. Δηλαδή εφαρμόζεται αυτόματα ο μηχανισμός εξισορρόπησης, (μη αναπροσαρμογή των συντάξεων εφόσον προκύπτουν ετήσια ελλείμματα), τα οποία καλύπτονται από την περιουσία προκειμένου να μην μειωθούν οι συντάξεις.
Ωστόσο όπως επισημαίνει η αναλογιστική αρχή θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση από τον προυπολογισμό από το 2030 και μετά η οποία θα αυξάνεται σταδιακά κατά την περίοδο προβολής. Το 2055 θα ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 1% του ΑΕΠ και παραμένει τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο και στα επόμενα έτη ως το 2070.
Συνολικά το κόστος μετάβασης υπολογίζεται από 49 έως 78 δισ ευρώ μέχρι το 2070 και στο σενάριο βάσης υπολογίζεται στα 56 δισ. ευρώ. Την πρώτη δεκαετία και μέχρι το 2030 το κόστος υπολογίζεται σωρευτικά σε 3 δισ, ωστόσο από τότε αυξάνεται σταδιακά.
Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών: Ενίσχυση ΑΕΠ, απασχόλησης και εγχώριας ζήτησης
Στη δική του μελέτη για τις επιπτώσεις του νέου επικουρικού στην οικονομία το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, σε σύγκριση με το επίπεδο του ΑΕΠ στο ισχύον σύστημα. Η εν λόγω αύξηση στο σενάριο βάσης εκτιμάται κατά 0,32% το 2032, 1,18% το 2042 και 6,55% το 2070. Υπό το αισιόδοξο σενάριο (ΗΗΟ), το ΑΕΠ της χώρας ενισχύεται λόγω της μεταρρύθμισης κατά 0,48% το 2032, 1,73% το 2042 και 6,97% το 2070, σε σύγκριση με το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας αν δεν υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση (υπό το συντηρητικό σενάριο LLL, η ενίσχυση του ΑΕΠ είναι αντίστοιχα 0,14% το 2032, 0,67% το 2042 και 4,54% το 2070).
Από την ανάλυση ευαισθησίας αναδεικνύεται ότι οι επιδράσεις της μεταρρύθμισης στο ΑΕΠ απασχόλησης στη χώρα, σε σύγκριση με το επίπεδο απασχόλησης στη χώρα αν δεν είχε υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση.
Στο σενάριο βάσης, η απασχόληση ενισχύεται κατά 0,08% το 2032, 0,18% το 2042 και 0,39% το 2070 λόγω της μεταρρύθμισης, σε σύγκριση με το επίπεδο απασχόλησης αν διατηρείτο το ισχύον σύστημα. Υπό το αισιόδοξο σενάριο (HHO), η ενίσχυση της απασχόλησης φτάνει το 0,12% το 2032, το 0,25% το 2042 και το 0,53% το 2070, σε σύγκριση με τη διατήρηση του ισχύοντος συστήματος (υπό το συντηρητικό σενάριο LLL, η ενίσχυση της απασχόλησης είναι αντίστοιχα 0,05% το 2032, 0,12% το 2042 και 0,28% το 2070).
Σε σχέση με τις δημοσιονομικές επιδράσεις, αυτές διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Η εφαρμογή της μεταρρύθμισης ενέχει άμεσο δημοσιονομικό κόστος σε ταμειακή βάση, αφού προκαλεί χρηματοδοτικό κενό, καθότι οι εισφορές των ασφαλισμένων με το νέο σύστημα πλέον κατευθύνονται σε επενδύσεις μέσω του ταμείου της νέας επικουρικής. Ταυτόχρονα ωστόσο, μία από τις ευεργετικές συνέπειες της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, η οποία προκαλείται από την υλοποίηση της μεταρρύθμισης, είναι και η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου μεσο-μακροπρόθεσμα. Ο ενισχυμένος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου με τους πόρους του νέου ταμείου οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, η οποία προδιαγράφει υψηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους συνολικά και εμμέσως υψηλότερες συντάξεις για τους δικαιούχους του παλαιού συστήματος.
Παράλληλα, η τόνωση της εγχώριας ζήτησης αυξάνει τα δημόσια έσοδα από φορολογία και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι σημαντικό ότι η εν λόγω ενίσχυση των εσόδων του Δημοσίου εκτιμάται ότι αντισταθμίζει πλήρως, σε πραγματικούς όρους, το ετήσιο δημοσιονομικό κενό που δημιουργεί η μεταρρύθμιση, με τη μείωση των εσόδων του Δημοσίου από ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες πλέον κατευθύνονται στο Νέο Ταμείο, ήδη από το 2032 στο σενάριο βάσης. Υπό το αισιόδοξο σενάριο (HHO), η εν λόγω πλήρης αντιστάθμιση του ετήσιου δημοσιονομικού κενού επέρχεται ακόμη νωρίτερα, το έτος 2031 (υπό το συντηρητικό σενάριο LLL, η αντιστάθμιση του ετήσιου δημοσιονομικού κενού επέρχεται αργότερα, το έτος 2038).
Το νέο επικουρικό σύμφωνα με το σχέδιο νόμου προβλέπει τέσσερις δικλείδες ασφαλείας για τους ασφαλισμένους:
- Πρώτον, το κράτος εγγυάται την καταβολή των συντάξεων του υφισταμένου συστήματος με υπολογισμό τους ωσάν στο σύστημα να συμμετείχαν όλοι οι ασφαλισμένοι (παλαιοί και νέοι).
- Δεύτερον, ακόμα και στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση που οι σωρευτικές αποδόσεις των επενδύσεων του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου στο νέο σύστημα είναι αρνητικές, το κράτος εγγυάται ότι η επικουρική του σύνταξη θα αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε ο ασφαλισμένος σε πραγματικούς όρους. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι του νέου συστήματος θα είναι προστατευμένοι από τυχόν ακραίες διακυμάνσεις των αγορών.
- Τρίτον το σύστημα θα προβλέπει ελάχιστο ποσό κατώτατης επικουρικής σύνταξης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή θανάτου του ασφαλισμένου πριν χτιστεί ο ατομικός κουμπαράς, δηλαδή το κράτος θα συμπληρώνει μέχρι του ποσού των ελάχιστων ορίων.
- Τέταρτον προβλέπεται επιστροφή εισφορών ακόμη κι αν ο ασφαλισμένος δεν θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης, δηλαδή έχει λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης στο σύστημα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Τι δείχνει η μελέτη του ΟΔΔΗΧ
Στη δική του μελέτη για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ο ΟΔΔΗΧ εκτιμά ότι η επίδραση της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος τα πρώτα χρόνια θα είναι αμελητέα ενώ μακροπρόθεσμα θα επιδράσει θετικά λόγω της ενίσχυσης του ΑΕΠ.
Ειδικότερα όπως τονίζει η μελέτη:
- Βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα (έως το 2030), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται σε όλα τα σενάριο, κατά ένα αμελητέο ωστόσο ποσό. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι υψηλότερος το 2030 (σε σύγκριση με το σενάριο χωρίς μεταρρύθμιση) κατά 0,3 – 0,4 μονάδες του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ασθενέστερο προφίλ πρωτογενούς ισοζυγίου και στα 4 σενάρια (τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς – ως ποσοστό του ΑΕΠ – όρους).
- Μακροπρόθεσμα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αποκλίνει μεταξύ των σεναρίων. Αυτό αντανακλά κυρίως την επίδραση στην πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, το οποίο ξεκινά να βελτιώνεται σε όλα τα σενάρια εκτός από το «Απαισιόδοξο/Συντηρητικό» σενάριο. Η επίδραση του παρονομαστή (ΑΕΠ) επιδρά θετικά στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, καθώς η μεταρρύθμιση ενισχύει το ΑΕΠ.
- Στο «αισιόδοξο» (HHO) και στο «σχετικά αισιόδοξο» (HHH) σενάριο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ το 2070 είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με το σενάριο χωρίς μεταρρύθμιση κατά 9,5 και 7,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα.