Εως σήμερα το βράδυ ή το πολύ τη Δευτέρα αναμένεται να αναρτηθεί για 14ήμερη διαβούλευση το σχέδιο νόμου για το νέο επικουρικό που θα ονομαστεί Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ και θα αρχίσει να λειτουργεί από 1/1/2022. Με το νομοσχέδιο «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» εισάγονται στοιχεία κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές συντάξεις για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και εθελοντικά για εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους έως 35 ετών.
Οι τέσσερις εγγυήσεις και οι νέες συντάξεις
Όπως αναφέρουν κρατικοί αξιωματούχοι, το προωθούμενο νομοσχέδιο περιλαμβάνει τέσσερις σημαντικές κρατικές εγγυήσεις:
- Το κράτος εγγυάται την καταβολή των συντάξεων του υφισταμένου συστήματος με υπολογισμό τους ωσάν στο σύστημα να συμμετείχαν όλοι οι ασφαλισμένοι (παλαιοί και νέοι).
- Ακόμα και στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση που οι σωρευτικές αποδόσεις των επενδύσεων του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου στο νέο σύστημα είναι αρνητικές, το κράτος εγγυάται ότι η επικουρική του σύνταξη θα αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε ο ασφαλισμένος σε πραγματικούς όρους. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι του νέου συστήματος θα είναι προστατευμένοι από τυχόν ακραίες διακυμάνσεις των αγορών.
- Το σύστημα θα προβλέπει ελάχιστο ποσό κατώτατης επικουρικής σύνταξης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή θανάτου του ασφαλισμένου πριν χτιστεί ο ατομικός κουμπαράς, δηλαδή το κράτος θα συμπληρώνει μέχρι του ποσού των ελάχιστων ορίων.
- Προβλέπεται επιστροφή εισφορών ακόμη κι αν ο ασφαλισμένος δεν θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης, δηλαδή έχει λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης στο σύστημα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Σύμφωνα με τα παραδείγματα που παρουσίασε χθες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας:
- ένας μισθωτός των 1.500 ευρώ με 40 έτη ασφάλισης
- δικαιούται να λάβει με το σημερινό σύστημα 353 ευρώ
- με το νέο σύστημα μπορεί να πάρει έως και 594 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ ενώ
- με βάση το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ μπορεί να πάρει έως και 505
Η επικουρική που αντιστοιχεί στο κατώτατο μισθό ανέρχεται σε 153 ευρώ σήμερα, ενώ οι υπολογισμοί του υπουργείου Εργασίας αναφέρουν πως με το νέο σύστημα η επικουρική θα φτάσει στα 219 ευρώ (+ 43%) και αναμένεται να ανέλθει σε 219 ευρώ.
Το κόστος μετάβασης και οι 3 ενστάσεις των ειδικών
Το βασικότερο «αγκάθι» της μεταρρύθμισης που βασίζεται στο λεγόμενο Σουηδικό μοντέλο είναι το κόστος μετάβασης. Η αλλαγή από το αναδιανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό, που απαιτεί ένα βάθος δεκάδων ετών, θα δημιουργεί σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό στο σύστημα, καθώς θα λείπουν οι εισφορές των νεοεισερχόμενων εργαζομένων, οι οποίες θα πηγαίνουν στον κουμπαρά. Σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας το ακαθάριστο κόστος φτάνει στα 56 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση περιμένει «μέρισμα ανάπτυξης» 50 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο, με αποτέλεσμα το καθαρό κόστος να υπολογίζεται στα 6 δισ. ευρώ.
Ωστόσο δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που προβάλλουν ενστάσεις. Ο δρ του Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλειος Μπέτσης επισημαίνει τρία ζητήματα που κατά τη γνώμη του μένουν ανοιχτά:
- Παρουσιάστηκαν παραδείγματα υψηλών αποδόσεων από χώρες του ΟΟΣΑ που οδηγούν σε διπλασιασμό της επικουρικής σύνταξης. Όμως υπάρχουν και αντίθετα παραδείγματα όπως αυτό της Χιλής που δείχνει ότι σε βάθος 35ετίας εξαιτίας των πολιτικών και οικονομικών κρίσεων ο προσδοκώμενος συντελεστής 70% των επικουρικών συντάξεων συρρικνώθηκε στο 30% με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι του συστήματος Πινοσέτ να υποστούν μεγάλες απώλειες.
- Σαφώς οι εγγυήσεις του κράτους διασφαλίζουν τις συντάξεις ώστε να μην πέσουν κάτω από το ύψος των συσσωρευμένων εισφορών που έχουν καταβληθεί. Ωστόσο αυξάνουν το κόστος μετάβασης, το οποίο θα ξεπεράσει τα 57 δις και δεν αποκλείεται να φτάσει τα 62 δις.
- Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής μειώνει συν τω χρόνω το ύψος των συντάξεων. Δηλαδή όσα περισσότερα χρόνια ζήσει κανείς τόσο η σύνταξή του θα βαίνει μειούμενη.
Στην πρόσφατη μελέτη που εκπόνησαν ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης και ο δρ Βασίλης Μπέτσης σημειώνουν ότι το κόστος μετάβασης σε ταμειακή βάση, θα διαμορφωθεί κατά τα πρώτα έτη στο επίπεδο των 200.000 ευρώ και μέχρι το 2030 θα προσεγγίσει το 1 δις ευρώ τον χρόνο. Προς το τέλος της περιόδου της μετάβασης θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 2,5 δις ευρώ ετησίως για όσο χρονικό διάστημα θα παραμείνουν συνταξιούχοι οι εργαζόμενοι της σημερινής γενιάς (οι σημερινοί 30 ετών, 40 ετών και 50 ετών).
Οι δυο μελετητές υποστηρίζουν πως το κόστος μετάβασης επηρεάζει το δημόσιο χρέος ενώ εκτιμούν πως μπορεί να επηρεάσει και τη δανειοληπτική ικανότητα της χώρας.
Η πρώτη γεύση δόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εαρινού Εξαμήνου (Ιούνιος 2021) η οποία σημειώνει στην έκθεσή της ότι στην Ελλάδα κατά το 2022 απαιτείται να ασκηθεί μία συνετή δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου μετά την πανδημία να διασφαλισθεί μεσοπρόθεσμα η δημοσιονομική βιωσιμότητα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του χρέους. Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα τρία κράτη που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υπερβολικές ανισορροπίες (Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία), σε βαθμό που να κινδυνεύει στο μέλλον να μην ανταποκριθεί στα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους.
Στις συνθήκες αυτές, με την προτεινόμενη «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού, η ελληνική οικονομία δεν αποκλείεται να είναι σε πίεση και υπό αυστηρή επιτήρηση μέχρι το 2062, λένε οι δυο μελετητές, όταν και θα ολοκληρωθεί η μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών.
Στις εν λόγω δυσμενείς εκτιμήσεις, σημαντικό ρόλο παίζει και η κρίση του κορωνοιού που επιβραδύνει την αύξηση του ΑΕΠ.
Τι απαντά η κυβέρνηση
Το κόστος μετάβασης από το αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα ανέλθει σωρευτικά στα 56 δισ., όπως είπε χθες ο κ. Τσακλόγλου αλλά τα έσοδα θα αγγίζουν τα 50 δισ. ευρώ, οπότε η διαφορά δεν ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ. Επίσης εκτιμάται ότι το κόστος θα καλυφθεί από τα οφέλη που θα επιφέρουν στην ανάπτυξη οι επενδύσεις μέρους των πόρων του νέου ταμείου. Πρόσθετα οφέλη είναι η αύξηση της απασχόλησης που θα ενισχύσει τα έσοδα των ταμείων από τους φόρους και τις εισφορές.
Σύμφωνα με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ -κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση.
Για τη συνολική περίοδο αναφοράς (2022-2070) η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού υπολογίζεται στα 120 εκατ. ευρώ (6 δισ. ευρώ σωρευτικά). Το ποσό αυτό προκύπτει εάν από το ταμειακό κενό αφαιρεθούν τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρις στη μεταρρύθμιση. Δηλαδή, το «μέρισμα ανάπτυξης» σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό.
Επομένως -όπως τόνισε ο κ. Τσακλόγλου- η κριτική της αντιπολίτευσης για «δυσβάσταχτο κόστος» είναι απολύτως αβάσιμη. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν. Η επώδυνη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας δημιούργησε την εντύπωση πώς κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με μείωση των συντάξεων. Όμως, οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται εγκαίρως και με το βλέμμα στο μέλλον –όπως αυτή που σχεδιάζουμε σήμερα- αποσκοπούν στην αποφυγή της περικοπής των συντάξεων.
Τι έδειξαν οι μελέτες
Το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανάθεσε την εκπόνηση τριών μελετών ώστε να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία. Οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο.
Η αναλογιστική μελέτη, για το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα και το ρυθμό ωρίμανσής της εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Από αυτήν προέκυψε ότι το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065.
Η μακροοικονομική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τα βασικά ευρήματα της οποίας είναι τα εξής:
- Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ
- Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070
- Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070)
- Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων
- Τέλος, η ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.
Τα πλεονεκτήματα
Σε πέντε πλεονεκτήματα δίνει έμφαση το κυβερνητικό στρατόπεδο:
- Ο νέος ασφαλισμένος θα αποκτήσει σημαντικό έλεγχο πάνω στη σύνταξή του και στο τελικό της ύψος. Δεν θα αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτόν, χωρίς αυτόν. Η παρέμβασή μας λοιπόν βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα, συνδέοντάς τους με τη σύνταξή τους. Πολλοί νέοι πιστεύουν ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη». Αυτή την αντίληψη πάμε να αλλάξουμε.
- Με το σύστημα του «προσωπικού κουμπαρά» θα δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα αποταμίευσης. Τα χρήματα που θα αποταμιευθούν θα επενδυθούν με σωστότερο και πιο επαγγελματικό τρόπο. Έτσι θα γίνουν περισσότερες επενδύσεις που σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το δημόσιο ταμείο.
- Το νέο σύστημα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
- Η παρέμβαση αυτή ενισχύει τη βιωσιμότητα του ευρύτερου ασφαλιστικού συστήματος καθώς εισάγει μια ποικιλομορφία, αποφεύγοντας δηλαδή το δημόσιο και οι ασφαλισμένοι να βάζουν όλα τα αυγά τους για τις κοινωνικές ασφαλίσεις στο ίδιο καλάθι όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
- Για τους νεοεισερχόμενους, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τις επενδύσεις των αποταμιεύσεών τους, το κράτος παρέχει εγγύηση ότι η σύνταξη δεν θα είναι χαμηλότερη από τις εισφορές που κατέβαλαν.
Ποιους αφορά:
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι
- υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
- Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. Δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.