Σύμφωνα με το Eurofound, το «δικαίωμα αποσύνδεσης» αφορά το δικαίωμα ενός εργαζομένου να μπορεί να αποσυνδεθεί από την εργασία, να μην ανταποκρίνεται στην ηλεκτρονική ή τηλεφωνική επικοινωνία με τον εργοδότη του, καθώς και να μην εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα (είτε συντάσσοντας και αποστέλλοντας e-mails, είτε συμμετέχοντας σε τηλεδιασκέψεις κ.λπ.), κατά τις ώρες εκτός εργασίας και τις αργίες. Είναι κοινός τόπος, ότι σε ορισμένες εταιρείες, το «on call» γίνεται ο νέος κανόνας στις εργασιακές σχέσεις. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, οι ατομικές συμβάσεις εργασίας να περιλαμβάνουν ακόμα και όρο, ο οποίος υποχρεώνει τους υπαλλήλους να είναι διαθέσιμοι μετά τη δουλειά, το σαββατοκύριακο και κατά τη διάρκεια των διακοπών.
Σύμφωνα, με επίσημα στοιχεία, το έτος 2019, ποσοστό 5,4% των μισθωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ηλικίας 27 έως 64 ετών, ανέφερε ότι «συνήθως» εργάζεται από το σπίτι (Eurostat). Αυτό το ποσοστό παρέμεινε σταθερό στο 5% περίπου κατά την περίοδο 2009-2019. Ωστόσο, κατά την παρούσα περίοδο, το ποσοστό αυτών που «μερικές φορές» δούλευαν σταδιακά από το σπίτι αυξήθηκε δραστικά, και από το ποσοστό των 6,0% το 2009 εκτινάχθηκε σε ποσοστό 9,0% το 2019.
Οι Κάτω Χώρες (Ολλανδία και η Φινλανδία), σημείωσαν ότι το 14,,1% των μισθωτών εργαζόταν συνήθως από το σπίτι το έτος 2019. Ακολούθησε το Λουξεμβούργο με ποσοστό (11,6%) και η Αυστρία (9,9%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά των εργαζομένων, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους από το σπίτι με το σύστημα της τηλεργασίας σημειώθηκαν και καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (0,5%), τη Ρουμανία (0,8%), την Ουγγαρία (1,2%), την Κύπρο (1,3%), την Κροατία και Ελλάδα (και τα δύο 1,9%).
Ωστόσο, το 2020, η κρίση του κορονοϊού ανάγκασε πολλές (ιδιωτικές και δημόσιες) εταιρείες και οργανισμούς να κάνουν μετάβαση στην τηλεργασία και υπήρξε μια πρόσφατη αύξηση στον αριθμό των τηλεργαζομένων. Σύμφωνα, με την διαδικτυακή έρευνα «Living, Working and COVID-19», που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2020 από το Eurofound, το 37% ερωτηθέντων μισθωτών, άρχισε να εργάζεται από το σπίτι κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Παρά τις καταγεγραμμένες και επιβεβαιωμένες θετικές επιπτώσεις της τηλεργασίας, στην απόδοση των υπαλλήλων, στα λειτουργικά κόστη μιας επιχείρησης κ.λπ., εκείνη, μπορεί να «θολώσει» τα όρια μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων.
Μια κοινή λανθασμένη αντίληψη είναι ότι η περισσότερη εργασία σημαίνει περισσότερη απόδοση. Το αποτέλεσμα των πολλών ωρών εργασίας είναι σαφές: η εξαντλητική χρονικά εργασία μειώνει σημαντικά την παραγωγικότητα. Στην πραγματικότητα, «ένα αυξανόμενο σύνολο αποδεικτικών στοιχείων υπογραμμίζει ότι τα αποτελέσματα μιας μείωσης των τακτικών ωρών εργασίας περιλαμβάνει θετικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων, βελτιωμένη ασφάλεια στο χώρο εργασίας και αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας λόγω μειωμένης κόπωσης και άγχους, υψηλότερων επιπέδων ικανοποίησης και κινήτρων από τους εργαζομένους και χαμηλότερα ποσοστά απουσιών.
Αυτός είναι άλλωστε και ο μεγαλύτερος κίνδυνος, που πηγάζει από τη δυνατότητα εντατικοποίησης της εργασίας, εάν το δικαίωμα των τηλεργαζομένων να αποσυνδεθούν δεν ρυθμίζεται ρητά και δεν είναι πλήρως σεβαστό.
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, καθώς και την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, κατά την οποία η ώρα αναμονής ενός εργαζομένου στο σπίτι, κατά την οποία είναι υποχρεωμένος να απαντά σε κλήσεις από τον εργοδότη σε σύντομο χρονικό διάστημα πρέπει να θεωρηθεί ως «χρόνος εργασίας», αναδεικνύεται έντονα η κοινωνική αλλά και νομική ανάγκη να προβλεφθεί και να θεσπιστεί νομοθετικά το δικαίωμα αποσύνδεσης του εργαζόμενου.
Παράδειγμα δίνουν ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες έκαναν πράξη τη νομοθετική περιγραφή και κατοχύρωση του δικαιώματος της αποσύνδεσης.