Οι συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας περιλαμβάνουν ώρες εργασίας, που κατανέμονται σε λιγότερες από τις τυπικές ημέρες εργασίας. Η κατανομή αυτή οδηγεί στο να είναι οι ώρες εργασίας της εργάσιμης ημέρας μεγαλύτερης διάρκειας, αλλά παράλληλα, οι εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας να είναι λιγότερες. Ένα συμπιεσμένο σύστημα εβδομάδας εργασίας επεκτείνει, συνήθως, την εργάσιμη ημέρα πέραν των 8 ωρών, αλλά μειώνει τον αριθμό των διαδοχικών ημερών εργασίας σε λιγότερες από 5. Για παράδειγμα, η εργάσιμη εβδομάδα μπορεί να αποτελείται από 4 εργάσιμες ημέρες με 10 ώρες εργασίας η καθεμία ή από 3 εργάσιμες ημέρες με 12 ώρες εργασίας η καθεμία.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας μπορεί να αποτελούνται από περισσότερες από το συνηθισμένο αριθμό διαδοχικές εργάσιμες ημέρες.
Για παράδειγμα, μπορούν να προγραμματιστούν περισσότερες συμπιεσμένες εργάσιμες εβδομάδες, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα εβδομάδες
εργασίας άνω των 5 διαδοχικών ημερών, ακολουθούμενες από μια σειρά περισσότερων ημερών άδειας.
Νομικά όρια στις συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας
Οι εργάσιμες εβδομάδες μπορούν να συμπιεστούν μόνο στο βαθμό που οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίες δεν υπερβαίνουν το ανώτατο νόμιμο όριο, που
προβλέπεται από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Τα ίδιο ισχύει και για τον ημερήσιο χρόνο εργασίας του εργαζομένου, που επίσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το νόμιμο όριο, που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις. Κάθε κράτος ορίζει διαφορετικά το ανώτατο όριο ημερήσιων ωρών εργασίας, ενώ υπάρχουν και χώρες που δεν επιβάλλουν όρια στις καθημερινές ώρες εργασίας.
Πάντως, στα πλαίσια της Ε.Ε., η οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του συμβουλίου, προβλέπει ότι οι ώρες εργασίες δε μπορούν να υπερβαινουν τις 48 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα (συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών), ενώ σε ημερήσια βάση, ο εργαζόμενος πρέπει να έχει τουλάχιστον 11 συνεχείς ώρες ημερήσιας ανάπαυσης.
Νόμοι μπορούν να περιορίζουν τις μέσες ημερήσιες και εβδομαδιαίες ώρες εργασίας κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου. Επιπλέον, σε πολλές χώρες, η νομοθεσία προβλέπει ότι η εισαγωγή ενός συμπιεσμένου συστήματος εργάσιμης εβδομάδας απαιτεί να υπάρχει πρόβλεψη της δυνατότητας αυτής σε σχετική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Πόσο διαδεδομένες είναι οι συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας
Λίγες μελέτες έχουν ασχοληθεί με την έκταση των συμπιεσμένων εβδομάδων εργασίας. Σύμφωνα με μία μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας του 2004, έχει υπολογιστεί ότι το 2001 στον Καναδά, περίπου το 3% των εργαζομένων «συμπίεσε» τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας τους, ενώ το φαινόμενο ήταν πιο σύνηθες στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, τις σχετικές κυρίως με τους τομείς της δασοκομίας, των ορυχείων και των επικοινωνιών.
Επιπλέον, έρευνα έχει δείξει πως το 2020 στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρχαν περίπου 380.000 εργαζόμενοι, που εργάσθηκαν με το σύστημα της συμπιεσμένης εβδομάδας εργασίας, εκ των οποίων 208.000 εργάσθηκαν 4,5 ημέρες την εβδομάδα και 125.000 εργάσθηκαν 9 ημέρες το δεκαπενθήμερο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή, το 2020 υπήρχαν περίπου 140.000 περισσότεροι εργαζόμενοι, που εργάσθηκαν με το σύστημα της συμπιεσμένης εβδομάδας εργασίας, σε σχέση με το 2012.
Ιδιαίτερα σύνηθες είναι το φαινόμενο των συμπιεσμένων εβδομάδων εργασίας στις περιπτώσεις των εργαζομένων σε εξέδρες άντλησης πετρελαίου σε θαλάσσιες πλατφόρμες ή σε ερημικές περιοχές. Στις περιπτώσεις αυτές, λόγω της απόστασης μεταξύ των χώρων εργασίας και των σπιτιών τους, τα ωράριο των εργαζομένων διαμορφώνεται, συνήθως, από σημαντικές περιόδους συνεχούς παροχής εργασίας και, ακολούθως, από αντίστοιχες περιόδους εκτός υπηρεσίας.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Για τους εργοδότες, οι συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας μπορεί να είναι επωφελείς, διότι επιτρέπουν την παράταση του ωραρίου λειτουργίας της επιχείρησης τους. Για τους εργαζομένους το κύριο πλεονέκτημα των συμπιεσμένων εβδομάδων εργασίας είναι ότι εργάζονται λιγότερες ημέρες και έτσι έχουν παρατεταμένες περιόδους ελεύθερου χρόνου. Η εργασία σε συμπιεσμένες εβδομάδες εργασίας μειώνει, επίσης, τα έξοδα μεταφοράς των εργαζομένων και το χρόνο μετακίνησης, καθώς εργάζονται λιγότερες ημέρες.
Από την άλλη, οι εργαζόμενοι που ασχολούνται με συμπιεσμένες εργάσιμες εβδομάδες μπορεί να υποφέρουν από κόπωση και άγχος, λόγω των μεγαλύτερων σε ωράριο εργάσιμων ημερών τους, και μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην εκπλήρωση των οικογενειακών τους ευθυνών κατά τη διάρκεια της εβδομάδας εργασίας. Οι συμπιεσμένες εργάσιμες εβδομάδες μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας και σε υψηλότερο κίνδυνο ατυχημάτων. Γι’ αυτό, υπάρχει σύσταση, σε δουλειές που θεωρούνται ήδη επικίνδυνες -δηλαδή ακόμα και όταν ο υπάλληλος εργάζεται σε τυπικές οκτάωρες βάρδιες - να μην παρατείνεται η διάρκεια της βάρδιας, πχ στις 12 ώρες, διότι οξύνεται ο κίνδυνος, εξαιτίας της αύξησης της κόπωση και της μείωσης της εγρήγορσης του εργαζομένου από τις ακόμα περισσότερες ώρες εργασίας.
Αντίστοιχα και για τους εργοδότες, οι παρατεταμένες ώρες λειτουργίας της επιχείρησης επιβάλλουν γενικά πρόσθετες δαπάνες για την κάλυψη δαπανών όπως η ασφάλεια, η θέρμανση και ο φωτισμός, ενώ προβλήματα μπορεί να προκληθούν στον προγραμματισμό, στην κατανομή δηλαδή ωραρίου και των ημερών εργασίας στα άτομα του προσωπικού, λόγω των αυξημένων οργανωτικών λειτουργιών της επιχείρησης.
Σε κάθε περίπτωση, για να εξασφαλιστεί η ικανοποιητική εφαρμογή των συμπιεσμένων εβδομάδων εργασίας, οι ειδικότεροι όροι θα πρέπει να έχουν
συμφωνηθεί κοινώς και από τον εργοδότη και από τον εργαζόμενο. Οι εργοδότες, δηλαδή, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι έχουν συμφωνήσει με τους όρους εφαρμογής τους, για παράδειγμα τον αριθμό των ημερών εργασίας και την κατανομή των ωρών εργασίας κατά τη διάρκεια της εβδομάδας.