Δεν αρκούν οι χαμηλές τιμές –που πλέον δεν είναι και οι χαμηλότερες- για να προσελκύσει η ελληνική κτηματαγορά το επενδυτικό ενδιαφέρον αλλοδαπών και ημεδαπών σοβαρών παικτών.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι με το real estate, ιδιοκτήτες, διαχειριστές χαρτοφυλακίων, σύμβουλοι ακίνητης περιουσίας, κτηματομεσιτικά γραφεία, ιδιώτες επενδυτές, διεθνείς οργανισμοί, πιστωτές, μισθωτές, developers, προκειμένου να «μετρήσουν» αποτελεσματικά την απόδοση των επενδύσεων τους αναζητούν περισσότερη αλλά και ακριβέστερη πληροφόρηση, θέτοντας τα ζητήματα διαφάνειας σε πρώτη προτεραιότητα.
Παρότι η θέση της Ελλάδας, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Jones Lang LaSalle (JLL) για τη διαφάνεια στην παγκόσμια αγορά ακινήτων, βελτιώθηκε σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα, με αποτέλεσμα το 2020 να βρίσκεται πλέον στη 41η θέση επί συνόλου 99 χωρών παγκοσμίως, εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνολικά στην Ευρώπη, η ελληνική κτηματαγορά, που εξακολουθεί να ανήκει στην ομάδα των «ημιδιαφανών» αγορών, ξεπερνά σε διαφάνεια μόνο τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Σερβία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, καθώς και την Τουρκία, ενώ υπολείπεται της Ρουμανίας της Ρωσίας και της Σλοβακίας. Στην προηγούμενη έρευνα, η οποία σημειωτέον πραγματοποιείται κάθε δύο χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν στην 43η θέση, το 2016 ήταν στην 37η θέση, ενώ σε εκείνη του 2014 στην 33η θέση, όπως και το 2012.
Οι σοβαρές ελλείψεις στο πεδίο της ψηφιοποίησης και της εταιρικής διακυβέρνησης, η απουσία μιας ενιαίας ανοιχτής βάσης δεδομένων όπου θα καταγράφονται οι πραγματικές τιμές αγοραπωλησιών και μισθώσεων ακινήτων, οι καθυστερήσεις στη λειτουργία του Κτηματολογίου, οι συνεχόμενες αλλαγές στο φορολογικό και στο χωροταξικό σύστημα, η μη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω ηλεκτρονικών εφαρμογών σε πολεοδομία, δασαρχεία, αρχαιολογία κ.λπ. είναι κάποιοι από τους λόγους που το εγχώριο real estate παραμένει «ημιδιαφανές». Το αποτέλεσμα είναι πως τα δομικά αυτά προβλήματα απομακρύνουν τους μεγάλους ξένους θεσμικούς επενδυτές.
Η γραφειοκρατία και ο παράγοντας COVID-19
Την ίδια ώρα, τα γραφειοκρατικά εμπόδια που συνοδεύουν κάθε συναλλαγή στην κτηματαγορά, λειτουργούν ανασταλτικά συνολικά, εντός και εκτός των τειχών.
Για παράδειγμα, το μέσο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση μίας αγοραπωλησίας ενός μέσου ακινήτου είναι περίπου από οκτώ έως και δώδεκα μήνες, κάτι που εξαρτάται βέβαια σε μεγάλο βαθμό από την ωρίμανση αυτού, τόσο σε νομικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για το 2020 η Ελλάδα βρίσκεται στην 156η θέση μεταξύ 190 χωρών με βάση την τελευταία ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία του επιχειρείν, καθώς εξακολουθεί να απαιτείται η συγκέντρωση 11 διαφορετικών εγγράφων και πιστοποιητικών για την αγοραπωλησία ενός ακινήτου. Στην αντίστοιχη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2019, η χώρα μας βρισκόταν στην 153η θέση.
Στην ενοικίαση μπορεί οι χρόνοι να είναι ταχύτεροι η σύνταξη του μισθωτηρίου και η υπογραφή αυτού συνήθως καθυστερούν.
Επιπλέον, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού αυξάνεται η ανάγκη για μείωση της φυσικής παρουσίας των εμπλεκομένων μερών στην αγοραπωλησία ενός ακινήτου, άρα η διαφάνεια σε όλη τη διαδικασία πρέπει να είναι δεδομένη.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!