Tη μακροπρόθεσμη στρατηγική ανακαίνισης των κτιρίων της χώρας στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα παρουσίασε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος της χώρας με πρώτο σταθμό το 2030 και ορίζοντα το 2050 θα επιτευχθεί μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων, που θα στοχεύουν στην ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους των κατασκευών αλλά και στην αλλαγή του μείγματος της ενέργειας, που χρησιμοποιείται σε αυτές.
Η «Έκθεση μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την κινητοποίηση επενδύσεων για την ανακαίνιση και μετατροπή του εθνικού κτιριακού αποθέματος, αποτελούμενου από κατοικίες και εμπορικά κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, σε υψηλής ενεργειακής απόδοσης, απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές έως το 2050», τέθηκε σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη αναλύοντας τον οδικό χάρτη των δράσεων ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης της απόδοσης του κτιριακού δυναμικού.
Στην κατεύθυνση αυτή, για την περίοδο 2020-2030 δρομολογείται η ενεργειακή αναβάθμιση του 12-15% των κτιρίων ή/και κτιριακών μονάδων μέσω στοχευμένων μέτρων πολιτικής, που έχουν επιτυχώς εφαρμοστεί κατά το παρελθόν, αλλά και νέων που κρίνονται απαραίτητα. Συνολικά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος αναμένεται να οδηγήσει σε 8 δις ευρώ αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και να συμβάλει στη δημιουργία και διατήρηση πάνω από 22 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Η δε αύξηση του εισοδήματος των σχετιζόμενων εργαζομένων αναμένεται να ανέλθει στα 3,4 δις ευρώ.
Το μερίδιο του κτιριακού τομέα στην τελική κατανάλωση ενέργειας αγγίζει σήμερα περίπου το 40%, παράγοντας που καθιστά επιβεβλημένη τη μεγάλης κλίμακας και έντασης ανακαίνιση του υφιστάμενων κτιρίων αλλά και την κατασκευή νέων σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης. Οι αυστηρές προδιαγραφές ανέγερσης νέων κτιρίων αναφορικά με την ενεργειακή επίδοση του κελύφους και η ριζική ενεργειακή αναβάθμιση των παλαιών κτιρίων θα αποτελέσουν τους δύο βασικούς πυλώνες παρεμβάσεων ώστε το σύνολο σχεδόν του κτιριακού αποθέματος το 2050 να είναι ενεργειακά αναβαθμισμένο.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2015), το ελληνικό κτιριακό απόθεμα περιλαμβάνει 4.853.172 έγγραφές. Οι κατοικίες αποτελούν το 95,4% με 4.631.528 εγγραφές, ενώ από τον τριτογενή τομέα ακολουθούν τα εμπορικά καταστήματα (1,4%), τα γραφεία και τα άλλα κτίρια (1,1%), τα νοσοκομεία και οι κλινικές (0,8%), τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια (0,5%) ενώ τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και οι αποθήκες στο σύνολό τους αποτελούν αντίστοιχα το 04% των όλων των κτιρίων στην ελληνική επικράτεια.
Στο σύνολο των κύριων κατοικιών, οι πολυκατοικίες ανέρχονται σε 2.514.821 ενώ οι μονοκατοικίες, που είναι τα πιο ενεργοβόρα κτίρια στην κατηγορία των κατοικιών, σε 2.116.707. Μόλις το 1,6% των κατοικιών έχει κατασκευαστεί μετά το 2010 καθώς οι περισσότερες από τις μισές κατοικίες (55,7%) έχουν ανεγερθεί πριν το 1980 και συνεπώς δεν έχουν καμία θερμική προστασία. Το ποσοστό των κτιρίων που έχει κατασκευαστεί μέχρι το 2010 με την μερική εφαρμογή συστημάτων θερμομόνωσης είναι της τάξης του 42,7%.
Στον τριτογενή τομέα, το 38,7% του συνόλου των κτιρίων έχει κατασκευαστεί πριν το 1980 ενώ το 59% μέχρι το 2010. Για το υπόλοιπο 2,3% το έτος κατασκευής εντοπίζεται στην τελευταία πενταετία. Οσον αφορά στα ιδιαίτερα ενεργοβόρα κτίρια, που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες, η απογραφή του 2011 τα αποτιμά σε περίπου 112.000.
Οι παρεμβάσεις στο κέλυφος του κτιρίου αποτελούν πρωταρχικό μέτρο ενεργειακής αναβάθμισης καθώς το 2015 το σύνολο των νοικοκυριών προχώρησε σχεδόν αποκλειστικά σε ελαφριές ανακαινίσεις (κουφώματα). Συνδυαστικά όμως πρέπει να προχωρήσει και η ανακαίνιση των ενεργειακών συστημάτων για θέρμανση χώρου και νερού, και σε μικρότερο βαθμό για ψύξη και μαγείρεμα, που αποτελούν σημαντικού παράγοντες επίτευξης των στόχων ενεργειακής εξοικονόμησης. Εκ των πραγμάτων, οδηγούμαστε σε αλλαγές στα συστήματα θέρμανσης στα οικιακά κτίρια. Μετά το 2020 προβλέπεται οριστικός τερματισμός της χρήσης σόμπας υγρών και στερεών καυσίμων και από το 2030 και ύστερα καταργούνται σταδιακά οι καυστήρες πετρελαίου. Δεδομένης της παλαιότητας του κτιριακού αποθέματος και του σχετικά μικρού ρυθμού κατασκευής νέων κτιρίων, το ελληνικό κτιριακό δυναμικό έχει σημαντικές προοπτικές εξοικονόμησης ενέργειας μέσω της ενεργοποίησης χρηματοδοτικών προγραμμάτων ανακαίνισης. Στόχοι των συγκεκριμένων προγραμμάτων είναι η αύξηση των δυνητικά ωφελούμενων, η απλοποίηση της πιστοποίησης των παρεμβάσεων, η πιο ενεργή συμμετοχή των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη χρηματοδότηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων και η προώθηση της πρωτοπορίας στην εγχώρια κατασκευαστική και μεταποιητική βιομηχανία.
Με βάση στον σχεδιασμό του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τα επιτυχημένα χρηματοδοτικά προγράμματα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων κατοικίας συνεχίζονται με την προσθήκη μιας «έξυπνης» συνιστώσας για την ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας των κατοικιών όπως συστήματα ΑΠΕ, μπαταρίες, φορτιστές ηλεκτρικών οχημάτων και έξυπνος φωτισμός. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει σχεδιαστεί το νέο πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης και αυτονόμησης κατοικιών «Εξοικονομώ – Αυτονομώ». Μάλιστα, προβλέπεται επέκταση του προγράμματος για την ανακαίνιση εκτός των μεμονωμένων κατοικιών (διαμερίσματα, μονοκατοικίες) και των πολυκατοικιών.
Επιπλέον, συνεχίζεται το πρόγραμμα «Ηλέκτρα» για τη δημιουργία ελκυστικών και βιώσιμων επενδύσεων ενεργειακής αναβάθμισης στο κτιριακό απόθεμα των δημόσιων φορέων (φορείς της γενικής κυβέρνησης), με την αποτελεσματική κινητοποίηση κεφαλαίων τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα. Επιπρόσθετα, θα εφαρμοστούν ανταγωνιστικές διαδικασίες εστιάζοντας στην εξοικονόμηση τελικής ενέργειας μέσω χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε τεχνικές παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε τομείς με υψηλό δυναμικό όπως ο βιομηχανικός και ο τριτογενής τομέας.
Συμπληρωματικά, επιστρατεύονται καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία μικτής-υβριδικής χρηματοδότησης σε συνεργασία με τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό. Τα προγράμματα αυτά θα συνδυάζουν δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους ώστε να υποστηριχθεί η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε συγκεκριμένους τομείς με υψηλό δυναμικό, όπως ο τριτογενής, o οικιακός και η βιομηχανία.
Στα οικονομικά μέτρα περιλαμβάνεται και η καθιέρωση καθεστώτος επιβολής υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης με τα υπόχρεα μέρη να αναλαμβάνουν κατ’ ελάχιστο το 20% του συνολικού σωρευτικού στόχου εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ στο σχήμα θα συμμετέχουν πάροχοι ενέργειας, καθώς και διαχειριστές δικτύων διανομής. Ο επιμερισμός του στόχου στα υπόχρεα μέρη κατά τη νέα περίοδο 2021-2030 θα πραγματοποιηθεί βάσει του επιτεύξιμου τεχνοοικονομικού δυναμικού εξοικονόμησης ενέργειας στους τομείς δραστηριοποίησης των υπόχρεων μερών και του μείγματος των εναλλακτικών μέτρων πολιτικής της νέας περιόδου.
Στην όλη προσπάθεια το Εθνικό Ταμείο Ενεργειακής Απόδοσης (ΕΤΕΑΠ) αναμένεται να αποτελέσει τη βάση της ανάπτυξης των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, αποσκοπώντας στη χρηματοδότηση προγραμμάτων και άλλων μέτρων για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την ανάπτυξη της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!