Πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μπορούν να δώσει η έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΙΕΝΕ, και το εθνικό σχέδιο για τους υδρογονάνθρακες -που αναμένεται να ανακοινωθεί σήμερα- στοχεύει να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να επιταχυνθεί η αξιοποίησή τους.
Αν και μέχρι πριν από λίγους μήνες το δόγμα της ενεργειακής μετάβασης απέκλειε τα ορυκτά καύσιμα, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξαν τα δεδομένα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως προτεραιότητα την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και άλλαξε την ενεργειακή πολιτική της, ενθαρρύνοντας στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων και τις επενδύσεις στο φυσικό αέριο. Στο πλαίσιο αυτό, όπως και τα άλλα κράτη-μέλη, η Ελλάδα έκανε στροφή στην ενεργειακή της στρατηγική και είναι έτοιμη να αξιοποιήσει τον πλούτο της χώρας σε κοιτάσματα φυσικού αερίου.
Προτεραιότητα για την κυβέρνηση είναι η προσέλκυση διεθνών επενδυτών, ώστε να επιταχυνθούν οι έρευνες και να είναι ρεαλιστικά τα σχέδια εξορύξεων.
Όπως αναφέρει η έκθεση του ΙΕΝΕ, «Οικονομικά και Γεωπολιτικά Oφέλη από την Αξιοποίηση Υδρογονανθράκων στην Ελλάδα», είναι γνωστό στην πετρελαϊκή αγορά ότι αρκετές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους να συμμετάσχουν στις έρευνες στον ελλαδικό χώρο, αποκτώντας δικαιώματα είτε σε ήδη παραχωρημένες περιοχές είτε σε νέες περιοχές που θα προκηρύξει το Ελληνικό Δημόσιο.
Η ΕΔΕΥ μπορεί να προσελκύσει νέους επενδυτές με τη δημιουργία «data room» μέσω του οποίου θα αναδεικνύονται οι θετικές μελέτες για την ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και θα παρέχονται όλες οι πληροφορίες της υφιστάμενης υποδομής σε νομικό, φορολογικό, περιβαλλοντικό και επιχειρησιακό πλαίσιο. Ωστόσο η κυβέρνηση πρέπει να εκφράσει ξεκάθαρη πολιτική βούληση για να ενθαρρυνθεί αυτό το αρχικό επενδυτικό ενδιαφέρον.
Όπως αναφέρει το ΙΕΝΕ, ο χάρτης πλέον των ελληνικών ερευνών μετρά 4 ενεργούς επενδυτές, οι οποίοι συνεχίζουν να δίνουν το παρών σε 11 παραχωρήσεις. Οι παίκτες αυτοί είναι τα ΕΛΠΕ, η Energean, η γαλλική TotalEnergies και η αμερικανική ExxonMobil.
Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2022, τα ΕΛΠΕ διενήργησαν επιτυχώς σεισμικές καταγραφές στην περιοχή 10 (Κυπαρισσιακός κόλπος) και στην περιοχή Ιόνιο σε εκπλήρωση σχετικών συμβατικών υποχρεώσεών τους.
Για τα θαλάσσια οικόπεδα που βρίσκονται στο Ιόνιο Πέλαγος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΔΕΥ, φέρονται να υπάρχουν ελπιδοφόροι στόχοι με αξιόλογες ποσότητες φυσικού αερίου. Ωστόσο, η αποσαφήνιση της γεωλογικής εικόνας προϋποθέτει περαιτέρω γεωφυσικές έρευνες, κάτι που τα ΕΛΠΕ ξεκίνησαν ήδη να πραγματοποιούν με την εκτέλεση σεισμικών καταγραφών.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΕΝΕ, η δυνητική αξία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 250 δισ. ευρώ. Στις θαλάσσιες περιοχές όπου έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα του ΙΕΝΕ, αν λάβουμε υπόψη ότι θα είναι επιτυχημένο το 1/4 των γεωτρήσεων στις γεωλογικές δομές που έχουν εντοπιστεί στις θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου και νοτίως και δυτικώς της Κρήτης, τότε οι δομές αυτές θα μπορούσαν να φιλοξενούν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70-90 τρισ. κυβικών ποδιών αερίου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΕΥ, ικανών να καλύψουν το 15%-20% των καταναλώσεων της ΕΕ.
Σήμερα το εθνικό σχέδιο για τους υδρογονάνθρακες
Με στόχο τα σημαντικά οικονομικά, γεωπολιτικά και εθνικά οφέλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ανακοινώσει τον τρόπο που πρόκειται να ενθαρρύνει και να προσελκύσει διεθνείς επενδύσεις στη χώρα στον τομέα των υδρογονανθράκων. Σήμερα θα παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο με στόχο να διευκολύνει την έρευνα και την εξόρυξη των κοιτασμάτων και να προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον.
Οι ανακοινώσεις για το εθνικό σχέδιο για τα κοιτάσματα θα γίνουν σήμερα από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στα γραφεία της ΔΕΠΑ Διεθνών Εργων. Τον κ. Μητσοτάκη θα πλαισιώνουν ο υπουργός ΠΕΝ Κ. Σκρέκας, η γεν. γραμματέας Ενέργειας Αλ. Σδούκου, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ Αρ. Στεφάτος και ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΠΕ Α. Σιάμισιης.
Το εθνικό σχέδιο, αναφέρουν πληροφορίες, περιλαμβάνει τη σύσταση μίας ενιαίας εταιρείας που θα δημιουργηθεί με την απορρόφηση της ΔΕΠΑ Διεθνών Έργων από την ΕΔΕΥ. Στη νέα εταιρεία θα ανήκουν τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και οι συμμετοχές της ΔΕΠΑ Διεθνών Έργων στις κοινοπραξίες με ξένες εταιρείες για τους διεθνείς αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου, δηλαδή στον ελληνοβουλγαρικό αγωγό (IGB), στον EastMed και στον ελληνοιταλικό (IGI) στα οποία εταίρος είναι η Edison.
Υπενθυμίζεται ότι η ΔΕΠΑ Διεθνών Εργων προέκυψε μετά τη διάσπαση της ΔΕΠΑ σε τρεις εταιρείες (οι άλλες είναι οι ΔΕΠΑ Εμπορίας και ΔΕΠΑ Υποδομών) στο πλαίσιο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Επίσης, αναμένεται να γίνουν σημαντικές τροποποιήσεις της αδειοδοτικής νομοθεσίας για τα ερευνητικά προγράμματα των επενδυτών, που θα αποσκοπούν στην ταχύτερη περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Επιταχυντής εξελίξεων ο πόλεμος στην Ουκρανία
Η ενεργειακή ασφάλεια και η ανάγκη για μείωση των εισαγωγών και αύξηση της ενεργειακής αυτονομίας έγινε επιτακτική ανάγκη μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία
Οι πρόσφατοι υπολογισμοί του ΟΟΣΑ, όπως αναφέρονται στην έκθεση του ΙΕΝΕ, εκτιμούν ότι στην περίπτωση μείωσης των εισαγομένων ενεργειακών εισροών από τη Ρωσία κατά 20%, η ακαθάριστη παραγωγή στις 22 χώρες της ΕΕ που είναι μέλη του ΟΟΣΑ θα μειωνόταν πάνω από 1 ποσοστιαία μονάδα, αλλά στην Ελλάδα η μείωση θα ήταν υπερδιπλάσια, 2,4%. Σε περίπτωση πλήρους διακοπής των ρωσικών εισαγωγών ενέργειας, η Ελλάδα, λόγω της υψηλής ενεργειακής της εξάρτησης σε συνδυασμό με την διάρθρωση της οικονομίας της, θα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση στην ανάπτυξη μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Η Ελλάδα βασίζεται πλήρως σε εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και σε σημαντικό βαθμό από τις εισαγωγές της Ρωσίας, γεγονός που δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στην ασφάλεια εφοδιασμού. Τυχόν ανακαλύψεις εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων θα περιορίσουν δραστικά τις ανωτέρω αδυναμίες.
Ταυτόχρονα το πρόσφατο ράλι τιμών στο φυσικό αέριο που θα συμμετέχει σε ποσοστό περισσότερο από 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας, όπως και παγκοσμίως, για πολλές ανέδειξε τη σημασία αξιοποίησης του εγχώριου πλούτου.
Το φυσικό αέριο θα αποτελεί το «μεταβατικό καύσιμο» προς ένα πράσινο μέλλον, για τις επόμενες δεκαετίες, ενώ από αυτό εξαρτάται η ηλεκτροπαραγωγή. Ταυτόχρονα ο πλήρης εξηλεκτρισμός του ενεργειακού συστήματος θα απαιτήσει μερικές δεκαετίες και όχι λίγα χρόνια. Όπως επισημαίνεται και στη σχετική έκθεση του ΙΕΝΕ, είναι ξεκάθαρο πως τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να υποκατασταθούν πλήρως, τουλάχιστον μέχρι το 2050, από άλλες πηγές ενέργειας όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το πράσινο υδρογόνο, και οι ΑΠΕ θα δράσουν συμπληρωματικά ως προς τα ορυκτά καύσιμα. Σε παγκόσμιο επίπεδο τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να έχουν κυρίαρχη θέση εκπροσωπώντας το 82% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλύπτουν το 70% και αυτό παρά το 1,5 τρισ. ευρώ που έχει επενδυθεί στην Ευρώπη τα τελευταία 10 χρόνια σε έργα ΑΠΕ και σε έργα βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Τα οφέλη για τη χώρα
Η έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στον χερσαίο και θαλάσσιο ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, καθίσταται επομένως απόλυτη προτεραιότητα τόσο για την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, όσο και για την ενεργειακή μας απεξάρτηση, την ασφάλεια εφοδιασμού του ενεργειακού μας συστήματος και την ομαλή μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας με όρους οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής μέριμνας και κοινωνικής συνοχής μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας και στήριξης του κοινωνικού κράτους
Σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, εκτιμώντας ότι η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ελλάδα μπορεί να φτάσει τα 10 δισ. κυβικά μέτρα μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια (καθότι έφτασε τα 7,0 δισ. κυβικά μέτρα το 2021), η Ελλάδα έχει κάθε λόγο και ισχυρό οικονομικό κίνητρο μείωσης των εισαγωγών και αντικατάστασής τους με εγχώρια παραγόμενο φυσικό αέριο.
Η αυξημένη ενεργειακή εξάρτηση να έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στα δημόσια οικονομικά, αφού επηρεάζει άμεσα τόσο το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, όπου μέχρι πρότινος οι εισαγωγές υδρογονανθράκων ήταν υπεύθυνες για το 50% του ελλειμματικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Η δε προσέλκυση διεθνών εταιρειών έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων και η δραστηριοποίησή τους στον ελλαδικό χώρο εκτιμάται ότι θα δράσουν ενισχυτικά σε γεωστρατηγικό επίπεδο.
Οι λόγοι που αναβαθμίζεται η Ελλάδα
Η Ελλάδα αναβαθμίζεται γεωπολιτικά μέσα από την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων και οι λόγοι είναι οι εξής:
- Αποδεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τη χειραγώγηση των ροών φυσικού αερίου.
- Σε περίπτωση γεωπολιτικών κρίσεων, δεν θα εξαρτάται ενεργειακά από τρίτες χώρες και εν δυνάμει αρνητικά διακείμενες στην Ελλάδα.
- Μπορεί να γίνει προμηθευτής της ΕΕ, η οποία σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται
- Μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία και να διαθέτει περισσότερα διαπραγματευτικά «όπλα» στις διακρατικές συνομιλίες και διαβουλεύσεις
- Μπορεί να ενταχθεί στην ομάδα των χωρών παραγωγής υδρογονανθράκων, να δημιουργήσει νέες συμμαχίες και να ενισχύσει τις παλαιές.
- Η ύπαρξη παραγωγικών θαλάσσιων κοιτασμάτων θα δώσει νέα ώθηση στις ελληνικές θέσεις αναφορικά με τα θέματα θαλάσσιων ζωνών κ.λπ.
- Η παρουσία διεθνών εταιρειών σε ελληνικά ύδατα θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την προβολή της Ελλάδας μεταξύ των χωρών, των οργανισμών για τα θέματα της περιοχής, την ασφάλειά της, την τήρηση του Δικαίου της Θάλασσας και τη διατήρηση της ηρεμίας
Τα έσοδα του Δημοσίου
Όσον αφορά τα έσοδα του Δημοσίου, οι συμβάσεις μίσθωσης, για τις θαλάσσιες περιοχές, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, αφορούν στην περίοδο έρευνας και παραγωγής. Η ερευνητική περίοδος έχει διάρκεια 7 έτη στην ξηρά και 8 έτη στη θάλασσα με δυνατότητα επέκτασης ως και το ήμισυ του σταδίου και η περίοδος εκμετάλλευσης ανέρχεται σε 25 έτη με δικαίωμα παράτασης έως 10 έτη.
Στη φάση της έρευνας, τα κρατικά έσοδα προέρχονται από τα ανταλλάγματα υπογραφής, τις στρεμματικές αποζημιώσεις και τα ποσά που καταβάλλονται για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών και υποστήριξης των ανθρώπινων πόρων του ΥΠΕΝ και της ΕΔΕΥ. Στη φάση της παραγωγής, το κράτος εισπράττει, επιπλέον των ανωτέρω, το μίσθωμα και τα ανταλλάγματα παραγωγής αλλά και έσοδα από φόρους εισοδήματος, με συντελεστή 25% επί των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων των επιχειρήσεων και φόρους που εισπράττουν οι περιφέρειες με συντελεστή 5% επί των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων, χωρίς ακόμη να έχει διευκρινισθεί πώς θα διαμοιρασθεί αυτό το 5% φορολογίας από τις περιφέρειες.
Το μίσθωμα που αναλογεί στο ελληνικό Δημόσιο υπολογίζεται βάσει ενός συντελεστή, ο οποίος ορίζεται ως το ποσοστό των σωρευτικών ακαθάριστων εισροών ως προς τις σωρευτικές ακαθάριστες εκροές της εκάστοτε χρονικής περιόδου και εκτιμάται στα επίπεδα 70%-85% των φόρων, οπότε τα συνολικά έσοδα του Δημοσίου σχεδόν διπλασιάζονται.
Ωστόσο, η εκτίμηση του ύψους των άμεσων εσόδων του Δημοσίου παραμένει δύσκολη λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την ύπαρξη ή όχι εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!