Στην έκθεσή της η S&P επισημαίνει ότι η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την προσδοκία του οίκου αξιολόγησης ότι η στρατηγική επανατοποθέτηση και η βελτίωση των αρχών που διέπουν τη λειτουργίας της ελληνικής αγοράς ενέργειας έχουν μεταμορφώσει την ανταγωνιστική θέση της ΔΕΗ, μειώνοντας τις ανησυχίες για τη ρευστότητά της και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της.
«Αναμένουμε ότι η μετατόπιση του συνδυασμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία αμείβεται βάσει μακροπρόθεσμων συμφωνιών, θα έχει θετική επίδραση στην κερδοφορία. Σημειώνουμε ότι οι μονάδες λιγνίτη είχαν συντελεστή επιβάρυνσης 29% το 2019, με περισσότερο από το 70% των μονάδων της ΔΕΗ να είναι παλαιότερες των 20 ετών και 50% παλαιότερες των 30 ετών», προσθέτει η S&P.
Η S&P σημειώνει στην αξιολόγησή της ότι στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης του ενεργειακού της μοντέλου, η ΔΕΗ σκοπεύει να επιταχύνει το κλείσιμο των ορυχείων λιγνίτη και των αντίστοιχων μονάδων παραγωγής κάτι που συνεπάγεται μείωση της εγκατεστημένης δυναμικότητας λιγνίτη σε 0,7 gigawatts (GW) το 2023 από 3,7 GW το 2019, τονίζει η S&P.
Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμένεται να αυξηθούν, με στόχο την επέκταση της εγκατεστημένης αιολικής και ηλιακής ενέργειας σε περίπου 1,5 GW έως το 2023 από 0,15 GW το 2019.