Το 2020 ήταν η χρονιά της πανδημίας του κορονοϊού, που εκτός από το ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, έριξε βαριά τη σκιά του στην παγκόσμια οικονομία, παγώνοντας τις διά ζώσης επιχειρηματικές δραστηριότητες και δημιουργώντας στρατιές νέων ανέργων. Παρόλα αυτά, οι αγορές, μέσα σε αυτή τη χρονιά της απόλυτης ανθρώπινης δυστυχίας, άκμασαν.
Οι λόγοι, σύμφωνα με τους New York Times, είναι δύο. Ο πρώτος αφορά στα μεγάλα προγράμματα στήριξης από τη Fed και τις λοιπές κεντρικές τράπεζες, αλλά και η αύξηση των καταθέσεων.
Όπως χαρακτηριστικά γράφουν οι Neil Irwin και Weiyi Cai για τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, η πραγματικότητα για την οικονομία των ΗΠΑ στο τέλος του 2020 είναι ότι «όλα είναι χάλια στον κόσμο, την ώρα που όλα είναι υπέροχα στις χρηματιστηριακές αγορές». «Είναι ένα μακάβριο θέαμα» τονίζουν. Οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων στις χρηματιστηριακές αγορές σπάνε το ένα ρεκόρ-υψηλό μετά το άλλο, την ώρα που πεθαίνουν την ημέρα από τον κορονοϊό περίπου 3.000 άνθρωποι και άλλοι 800.000 χάνουν την εργασία τους. «Ακόμη κι ένας φανατικός υπέρμαχος του καπιταλισμού μπορεί να σκεφτεί ότι κάτι βαθιά στη λειτουργία της οικονομίας έχει χαλάσει» σχολιάζουν.
Ωστόσο, μία ματιά στα πραγματικά δεδομένα αρκεί για να κατανοήσουμε το χάσμα μεταξύ αγορών και κοινωνίας.
Εισόδημα
Ο κορονοϊός άλλαξε δραστικά τον τρόπο που οι καταναλωτές ανά τον κόσμο ξοδεύουν τα χρήματά τους. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Νοέμβριο είδαν μια ήπια μείωση στις αποδοχές τους, της τάξης του 0,5%. Πρόκειται για μείωση πολύ χαμηλότερη από τους φόβους. Πώς έγινε όμως αυτό, την ώρα που εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν χωρίς δουλειά; Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Νοέμβριο του 2020 επιχειρήσεις και εργοδότες δήλωσαν 6,1% λιγότερους υπαλλήλους από ό,τι την ίδια περίοδο το 2019.
Για να λυθεί η απορία, η απάντηση που πρέπει να απαντηθεί έχει να κάνει με το είδος των θέσεων εργασίας που χάθηκαν. Αυτά τα εκατομμύρια των νέων-ανέργων, πριν από την πανδημία απασχολούνταν σε χαμηλά αμειβόμενες δουλειές. Οι εργαζόμενοι με υψηλές αμοιβές έμειναν σχεδόν ανεπηρέαστοι από την κρίση, την ώρα που σε συγκεκριμένους τομείς είδαν ακόμη και αύξηση των εισοδημάτων τους.
«Η αριθμητική είναι τόσο απλή όσο και αποπροσανατολιστική» σχολιάζουν οι δημοσιογράφοι. Αν για παράδειγμα, ένας εκτελεστικός διευθυντής λάβει μπόνους 100.000 δολαρίων επειδή κατάφερε να οδηγήσει την επιχείρησή του σε κέρδη μέσα σε μια δύσκολη χρονιά, την ώρα που τέσσερις εργαζόμενοι στην εστίαση, που προ πανδημίας έβγαζαν 25.000 δολάρια τον χρόνο, μείνουν άνεργοι, τότε το αποτέλεσμα στα μαθηματικά του υπουργείου Εργασίας θα είναι το ίδιο, ωστόσο το αποτέλεσμα σε ανθρώπινο κόστος είναι ανυπολόγιστο. Έτσι, εν μέρει εξηγείται πώς μέσα σε εννιά μήνες το εισόδημα των Αμερικανών εργαζόμενων έπεσε μόλις κατά 43 δισεκατομμύρια δολάρια, παρά τη μαζική ανεργία.
Επιπλέον, στο παραπάνω δεδομένο πρέπει να προστεθούν και τα κρατικά προγράμματα στήριξης του εισοδήματος των πληττόμενων από την πανδημία. Για παράδειγμα, το επίδομα ανεργίας στις ΗΠΑ από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ήταν 25 φορές υψηλότερο από την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Και μπορεί αυτό να αντιστοιχεί σε ένα μικρό ποσοστό των προ-πανδημίας αποδοχών των νέων ανέργων, ωστόσο συνέβαλε στο να μην βυθιστούν εντελώς τα εισόδηματά τους.
Παρόμοια προγράμματα εισοδηματικής στήριξης ακολούθησαν οι χώρες που εφάρμοσαν lockdowns και για τους πληττόμενους ελεύθερους επαγγελματίες.
Την ίδια ώρα, οι κυβερνήσεις ξεκίνησαν την εφαρμογή προγραμμάτων επιδοτήσεων της επιχειρηματικότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και για μετά-κορονοϊού εποχή, ώστε να μην χαθούν θέσεις εργασίας.
Δαπάνες
Παρόλα αυτά, οι αλλαγές στα εισοδήματα των πολιτών είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ της χρονιάς που έφυγε. Το 2020 έγιναν θεαματικές αλλαγές στον τρόπο που οι καταναλωτές το δαπανούν.
Οι δαπάνες ενός μέσου πολίτη το 2020 σε σχέση με το 2019 διαφέρουν θεαματικά. Από την άνοιξη και μετά μειώθηκαν δραματικά οι δαπάνες για υπηρεσίες (εστίαση, γυμναστήριο, αναψυχή, ταξίδια κλπ). Μόνο στις ΗΠΑ, μέσα στο εννεάμηνο Μαρτίου-Νοεμβρίου 2020 οι δαπάνες για υπηρεσίες μειώθηκαν κατά 575 δισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι σχεδόν 8%. Έτσι, οι πολίτες στράφηκαν σε αγορές προϊόντων και μάλιστα ακριβών. Οι δαπάνες για «βαριά» προϊόντα, όπως μια καλή καρέκλα γραφείου για τηλεργασία ή ένα ποδήλατο για ατομική σωματική άσκηση, έφτασαν τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Όσο για τις δαπάνες για αναλώσιμα προϊόντα, αυτές ανήλθαν στα 39 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παρόλα αυτά, ακόμα και με τη θεαματική αύξηση των online αγορών σε αγαθά και προϊόντα, οι δαπάνες αυτές δεν υπερκάλυψαν το ποσό των δαπανών που είχαν γίνει το 2019 για παροχή υπηρεσιών. Έτσι, τα νοικοκυριά χάρη στον χαμηλό πληθωρισμό και το lockdown ξόδεψαν κατά μέσο όρο 59 δισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα από το 2019.
Καταθέσεις
Αυτό οδήγησε σε αύξηση καταθέσεων των Αμερικανών, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως ανέφερε σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος στα μέσα Δεκεμβρίου, οι αιτίες είναι τέσσερις. Πρώτον οι πολίτες ξεκίνησαν την αποταμίευση για λόγους πρόνοιας, ενώ ανέβαλαν τις «περιττές» καταναλωτικές δαπάνες. Την ίδια ώρα, οι άμεσες κρατικές ενισχύσεις, που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων για τη στήριξη της ρευστότητάς τους και η χρήση της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων συνέβαλαν στην αύξηση των καταθέσεων.
Οι καταθέσεις που έγιναν μετοχές
Στις ΗΠΑ, τον περασμένο Απρίλιο, η αύξηση των καταθέσεων έφτασε στο 33,7%, το υψηλότερο επίπεδο από το 1959. Αυτά τα λεφτά, έπρεπε να διατηρηθούν. Πώς όμως; Από τη μία είναι η επιλογή της αποταμίευσης, από την άλλη υπάρχει πάντα η επιλογή της επένδυσης αγοράζοντας μετοχές. Αυτό συμβάλλει στο να ερμηνευθεί η ενίσχυση κατά 16% του S&P 500 για το 2020. Πολλοί δε, που δεν φοβήθηκαν το μεγάλο ρίσκο, αγόρασαν δημοφιλείς μετοχές, όπως της Tesla.
Πολιτικές χαλάρωσης από Fed και ΕΚΤ
Την ίδια ώρα, οι αγορές ενισχύθηκαν κι από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών και κυρίως της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), που προκειμένου να βοηθηθεί η οικονομία που βάλλεται από την πανδημία, παρέτεινε την πολιτική χαλάρωσης, διατηρώντας σχεδόν μηδενικά τα επιτόκια. Όπως γράφουν οι New York Times, ο ρόλος της Fed στη σταθεροποίηση των αγορών τον Μάρτιο του 2020 ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστικός.
Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχώρησε σε Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού για την αντιμετώπιση της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme - PEPP). Μάλιστα, στις 10 Δεκεμβρίου συμφωνήθηκε η παράτασή του κατά 500 δισ. ευρώ. Μετά και από αυτή την εξέλιξη, το συνολικό ύψος του προγράμματος αναμένεται να ανέλθει σε 1,850 τρισ. ευρώ, έναντι 1,350 τρισ. που ήταν μέχρι πρότινος.
Σε μία εξίσου εντυπωσιακή κινηση, η ΕΚΤ επέκτεινε τον ορίζοντα αγορών στο πλαίσιο του PEPP τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Μαρτίου του 2022, υπερβαίνοντας σημαντικά τις αρχικές εκτιμήσεις της αγορας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ διαμηνύει ότι το πρόγραμμα στήριξης των οικονομιών της ευρωζώνης θα συνεχιστεί για όσο καιρό συνεχίζεται η κρίση του κορονοϊού.
Εν τω μεταξύ, και η ΕΚΤ εξακολουθεί να διατηρεί αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!